Αφιέρωμα στον Νάσο Νικόπουλο, (περ. Κάπα, τ.χ. 15, επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, Νοέμβριος 2007)

  

2007-11-01 Αφιέρωμα στον Νάσο Νικόπουλο, (περ. Κάπα, επιμέλεια Αλέξης Ζήρας, 01-11-2007)
 
Πρώ­τες Μνή­μες 
Δεν θυ­μά­μαι πό­τε το συ­νή­θισα, πά­ντως τό­τε ή­μουν α­πο­λύ­τως α­πο­φα­σι­σμέ­νη πως δεν θα ε­πέ­τρε­πα πο­τέ ξα­νά σε άλ­λον ά­ντρα να μου τρυ­πά­ει τα μά­γου­λα φι­λώ­ντας με, κι έ­τρι­βα για ώ­ρα θυμω­μέ­νη το πρό­σω­πό μου. Το παι­δι­κό μου δέρ­μα α­ντι­δρού­σε ο­ξύ­τα­τα στο μου­στάκι του. Και τα φι­λιά του ή­ταν συ­χνό­τα­τα, μια που ή­μουν και α­νι­ψιά και βα­φτιστή­ρι του. Τον α­γα­πού­σα, αλ­λά υ­πέ­φε­ρα. Τα πράγ­μα­τα έ­γι­ναν πιο εύ­κο­λα για μένα ό­ταν κα­τά­λα­βα ό­τι το α­ρω­μα­τι­σμέ­νο σύν­νε­φο που τον τύ­λι­γε, γι­νό­ταν ε­ντο­νό­τε­ρο ό­ταν έ­σκυ­βε και με φι­λού­σε. Ό­πως ό­λα τα παι­διά ε­κτι­μού­σα και α­ξιολο­γού­σα ι­διαί­τε­ρα τις ο­σμές. Η μυ­ρω­διά του α­ρω­μα­τι­κού κα­πνού της πί­πας ανα­κα­τε­μέ­νη με την κο­λώ­νια του έ­γι­νε το σή­μα κα­τα­τε­θέν του, εί­χε α­φή­σει και γέ­νια, που μου ά­ρε­σαν πε­ρισ­σό­τε­ρο, και κά­πως έ­τσι τε­λι­κά το α­πο­δέ­χτη­κα. Ακό­μα και σή­με­ρα αυ­τή η μυ­ρω­διά μού τον θυ­μί­ζει και με συ­γκι­νεί βα­θύ­τα­τα. Δεν έ­χω ο­σφρη­τι­κή α­νά­μνη­ση α­πό κα­νέ­να άλ­λο συγ­γε­νι­κό μου πρό­σω­πο, α­πό κείνη την η­λι­κί­α.
 

            Πρέ­πει να κό­ντευα τα έ­ντε­κα ό­ταν πα­ρα­τή­ρη­σα ό­τι οι φί­λοι μου το Πά­σχα μαζί με την λα­μπά­δα δέ­χτη­καν απ΄ το νο­νό τους κι έ­να παι­χνί­δι, ε­νώ το δι­κό μου δώ­ρο ή­ταν «Οι α­δελ­φοί Κα­ρα­μα­ζώφ». Την ε­πό­με­νη χρο­νιά, που έ­λα­βα τον «Κό­μη Μο­ντε­χρί­στο», α­φού ξε­πέ­ρα­σα την αρ­χι­κή α­μη­χα­νί­α, βε­βαιώ­θηκα και στο τέ­λος το πή­ρα α­πό­φα­ση, ο θεί­ος μου ή­ταν ξε­χω­ρι­στός, διέ­φε­ρε σε πολλά απ’ τους άλ­λους αν­θρώ­πους, α­πο­φάν­θη­κα τέ­λος με ό­λη την έ­παρ­ση της ηλι­κί­ας μου. Αυ­τό στην αρ­χή μού δη­μιούρ­γη­σε την α­να­με­νό­με­νη α­πο­ξέ­νω­ση, αλ­λά με τον και­ρό με­τα­τρά­πη­κε σε γλυ­κιά υ­πε­ρη­φά­νεια και εύ­λο­γη πε­ριέρ­γεια. Ή­ταν ε­κεί­νη πε­ρί­που την ε­πο­χή που έ­πε­σαν στα χέ­ρια μου τα βι­βλί­α του.
            Το βλέμ­μα, λέ­νε, το πρώ­το βλέμ­μα που φω­τί­ζει τη ζω­ή ε­νός παι­διού, που δί­νει σχή­μα και βε­βαιώ­νει τον άν­θρω­πο για την ύ­παρ­ξή του, εί­ναι το βλέμ­μα της μη­τέ­ρας και εί­ναι το πιο ση­μα­ντι­κό. Α­κο­λου­θούν ό­μως κι άλ­λα στην συ­νέ­χεια που συ­μπλη­ρώ­νουν, ε­μπλου­τί­ζουν ή α­κό­μα και ε­πα­να­προσ­διο­ρίζουν το ά­το­μο. Για μέ­να το βλέμ­μα του Νά­σου, μέ­σα α­πό την τρί­τη ποι­η­τι­κή του συλ­λο­γή με τί­τλο «Αυ­λός α­πό ξύ­λο και σί­δε­ρο» που εκ­δό­θη­κε το 1963 α­πό τις εκ­δό­σεις Νέ­στωρ, ή­ταν κα­θο­ρι­στι­κό. Έ­χω α­κό­μα νω­πή στην μνή­μη μου την πρώτη αί­σθη­ση που μου δη­μιουρ­γή­θη­κε ό­ταν το διά­βα­σα, την έκ­πλη­ξη, το ξάφ­νια­σμα, την συ­γκί­νη­ση, την υ­πε­ρη­φά­νεια. Με τύ­λι­ξε η τρυ­φε­ρό­τη­τα αυ­τού του βλέμμα­τος ό­πως δεν έ­γι­νε πο­τέ στην απ’ α­πευ­θεί­ας ε­πι­κοι­νω­νί­α μας, ή του­λάχι­στον ε­γώ αυ­τήν την έκ­φρα­ση τρυ­φε­ρό­τη­τας έ­χω κρα­τή­σει πιο βα­θιά μέ­σα μου. Το πρώ­το ποί­η­μα της συλ­λο­γής στους στί­χους του πε­ριέ­χει το ό­νο­μά μου μ’ έ­να τρό­πο χαρ­μό­συ­νο, α­νοι­ξιά­τι­κο -ά­νοι­ξη γεν­νή­θη­κα- λα­μπε­ρό. Ή­ταν το πιο α­κρι­βό του δώ­ρο και ά­φη­σε το α­νε­ξί­τη­λο ση­μά­δι του στην παι­δι­κή μου ψυ­χή. 
            Ω­στό­σο απ’ αυ­τά τα πρώ­τα παι­δι­κά χρό­νια υ­πάρ­χουν και αρ­κε­τά κε­νά στη μνή­μη μου, που τα α­να­πλη­ρώ­νω κοι­τώ­ντας πα­λιές φω­το­γρα­φί­ες, ξε­κι­νώ­ντας α­πό τη βά­φτι­σή μου που πα­ρα­τή­ρη­σα πως με κρα­τού­σε τη μια στιγ­μή σα κού­κλα πορσε­λά­νι­νη και την άλ­λη σαν τούρ­τα που έ­πρε­πε να προ­σέ­ξει πο­λύ και για να μη του πέ­σει και λε­ρω­θεί. Ο Νά­σος ή­ταν πά­ντο­τε πο­λύ προ­σε­κτι­κός στην εμ­φά­νισή του. Το ντύ­σι­μό του ή­ταν πα­ροι­μιώ­δους κομ­ψό­τη­τας κι ε­κλέ­πτυν­σης, πρόσε­χε και τη τε­λευ­ταί­α λε­πτο­μέ­ρεια, και η ά­πο­ψή του πε­ρί αι­σθη­τι­κής α­να­δυόταν σε κά­θε του κί­νη­ση, σε κά­θε συ­μπε­ρι­φο­ρά, α­πό τα φου­λά­ρια του λαι­μού που α­γα­πού­σε ι­διαί­τε­ρα, ώς τον στρογ­γυ­λε­μέ­νο τό­νο εκ­φο­ράς του λό­γου, στην αργή και με σω­στές α­να­πνο­ές άρ­θρω­ση. Ή­ταν έ­νας συ­γκρο­τη­μέ­νος άν­θρω­πος που ταυ­το­χρό­νως ό­μως έ­βρα­ζε α­πό πά­θος. Πά­θος που στα δύ­σκο­λα χρό­νια της κα­τοχής εκ­φρά­στη­κε με έ­να πρω­τό­τυ­πο τρό­πο, ό­ταν α­νέ­βη­κε μα­ζί με άλ­λους πά­νω στα βου­νά, κι ε­κεί στα δια­λείμ­μα­τα της σκλη­ρό­τη­τας του πο­λέ­μου έ­στη­νε με το τί­πο­τα θε­α­τρι­κές πα­ρα­στά­σεις. Ό­ταν τέ­λειω­σε ο πό­λε­μος και τα­χτο­ποι­ήθη­καν κά­πως τα πράγ­μα­τα στα ε­παγ­γελ­μα­τι­κά του, α­σχο­λή­θη­κε πά­λι με το θέ­ατρο, αυ­τή τη φο­ρά με την κρι­τι­κή του και α­πό το 1978 άρ­χι­σε να αρ­θρο­γρα­φεί στην Αυ­γή. Αρ­γό­τε­ρα η δη­μιουρ­γι­κή του προ­σω­πι­κό­τη­τα και η βα­θιά του α­γά­πη θα τον ο­δη­γή­σει μα­ζί με τον Τά­κη Βου­τέ­ρη και την Αν­νί­τα Δε­κα­βάλ­λα στο στήσι­μο του «Θε­ά­τρου του Πει­ραιά» που ε­ξε­λί­χθη­κε στο «Θέ­α­τρο Ε­ξαρ­χεί­ων».

            Πά­ντο­τε   φυ­σι­κά η πρώ­τη του α­γά­πη πα­ρέ­με­νε η ποί­η­ση. Όσοι τον γνώ­ρι­ζαν κα­λά δεν έ­νιω­σαν πο­τέ έκ­πλη­ξη α­πό την δι­πλή του δρα­στη­ριό­τη­τα, ή­ταν έ­νας ε­πι­τυ­χη­μέ­νος ε­πι­χει­ρη­μα­τί­ας –κά­ποια με­γά­λη πε­ρί­ο­δο δια­τέ­λε­σε και Πρόε­δρος της Έ­νω­σης Ελ­λή­νων Δια­με­τα­φο­ρέ­ων- και   ταυ­το­χρό­νως έ­νας άν­θρω­πος των γραμ­μά­των χα­μη­λό­φω­νος και συ­νε­πής. Α­πό παι­δί θυ­μά­μαι την με­γά­λη γο­η­τεί­α που α­σκού­σαν ε­πά­νω μου οι συ­ντρο­φιές των με­γά­λων στις διά­φο­ρες μα­ζώ­ξεις εί­τε σε σπί­τια εί­τε σε τα­βέρ­νες, κι ή­ταν συ­χνές. Ά­φη­να τό­τε τα παι­χνί­δια με τα άλ­λα παι­διά –που μάλ­λον με το δί­κιο τους με κο­ρό­ι­δευαν και με έ­λε­γαν μι­κρο­μέ­γα­λο- και χω­νό­μουν α­νά­με­σα στους με­γά­λους. Πιο κα­θα­ρά απ’ ό­λους θυ­μά­μαι τον ποι­η­τή Στέ­λιο Γε­ρά­νη, έ­να ω­ραί­ο με­σή­λι­κα με γκρί­ζα μαλ­λιά και με­γά­λο ε­κτό­πι­σμα γύ­ρω του, αυ­τό του­λά­χι­στον ει­σέ­πρατ­τα ε­γώ τό­τε και μά­λι­στα α­να­ρω­τιό­μουν που να ο­φεί­λε­ται, κα­θώς μου δη­μιουρ­γού­σε μια μό­νι­μη α­μη­χα­νί­α, έ­με­νε στον Πει­ραιά που φά­ντα­ζε στα μά­τια μου πο­λύ μα­κρι­νός τόπος. Μια άλ­λη κα­λή του φί­λη ή­ταν η Γιο­λά­ντα η Πέ­γκλη ποι­ή­τρια κι αυ­τή, που κάποια στιγ­μή έ­γρα­ψε μια αρ­κε­τά ε­κτε­νή με­λέ­τη για το έρ­γο του Νά­σου. Αρ­κε­τά κα­θα­ρή ει­κό­να έ­χω και α­πό την συγ­γρα­φέ­α παι­δι­κών βι­βλί­ων, για τα ο­ποί­α μάλι­στα αρ­γό­τε­ρα βρα­βεύ­τη­κε, τη Γα­λά­τεια Γρη­γο­ριά­δου-Σου­ρέ­λη με το πλη­θωρι­κό χιού­μορ και τη γε­λα­στή κα­τσα­ρή φω­νή. Ή­ταν κι άλ­λοι α­πό τους ο­ποί­ους έχω κρα­τή­σει μό­νο την αύ­ρα, κά­ποια α­πλά ο­νό­μα­τα, ή μια θο­λή ει­κό­να ό­πως ο Θανά­σης Κω­στα­βά­ρας, ο Μι­χά­λης Με­ρα­κλής (ε­πί­θε­το που με μπέρ­δευε, για­τί δεν ήξε­ρα αν έ­πρε­πε να το ε­κλά­βω ως ό­νο­μα ή ως προ­ση­γο­ρι­κό), ο ζω­γρά­φος Άγ­γε­λος Σι­κε­λιώ­της. Δεν κα­τα­λά­βαι­να α­κρι­βώς για τι μι­λού­σαν, οι φω­νές τους   ό­μως που ή­ταν άλ­λο­τε ή­ρε­μες και στα­θε­ρές κι άλ­λο­τε βρο­ντε­ρές και πα­θια­σμέ­νες, με βε­βαί­ω­ναν πως ε­πρό­κει­το για κά­τι που ά­ξι­ζε τον κό­πο να προ­σπα­θή­σω να κατα­λά­βω, έ­στω στο μέλ­λον. Ρου­φού­σα την ε­νέρ­γεια της α­τμό­σφαι­ρας, τους κα­πνούς που α­να­κα­τε­μέ­νοι με το ά­ρω­μα του κρα­σιού και τα γέ­λια των συν­δαι­τυ­μόνων έ­φτια­χναν το δι­κό μου πα­ρα­μύ­θι, που ί­σως το ξα­νά­βρι­σκα αρ­γό­τε­ρα πα­τινα­ρι­σμέ­νο απ’ το χρό­νο. Τε­λι­κά το ξα­να­βρή­κα, μια και ο­ρι­σμέ­νους α­πό ε­κείνους τους συν­δαι­τη­μό­νες του Νά­σου, τους ξα­να­συ­νά­ντη­σα πολ­λά χρό­νια με­τά, ε­νή­λι­κη πλέ­ον, σε κοι­νούς λο­γο­τε­χνι­κούς χώ­ρους.
 
            Στα κα­το­πι­νά χρό­νια, τό­τε που με εί­χε κυ­ριεύ­σει –αν και σε σχε­τι­κά ή­πια μορ­φή- ο φα­σι­σμός της ε­φη­βεί­ας, ό­πως πο­λύ χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά έ­λε­γε ο Νάσος για ό­λους ό­σους δι­ή­νυαν   αυ­τή την η­λι­κί­α των διαρ­κών δια­κη­ρύ­ξε­ων και των α­πό­λυ­των βε­βαιο­τή­των, η σχέ­ση μας εί­χε κά­ποια κε­νά ε­πι­κοι­νω­νί­ας. Κυ­ρίως για πρα­κτι­κούς λό­γους, διό­τι, πο­λύ δυ­να­τό πράγ­μα το σώ­μα, οι ε­πι­θυ­μί­ες του και οι κα­τευ­θυ­ντή­ριες ε­ντο­λές και ε­πι­τα­γές του που   α­κο­λου­θώ­ντας τες μοι­ραί­α με ο­δη­γού­σαν για και­ρό αλ­λού, μα­κριά του. Το διά­στη­μα αυ­τό πέ­ρα­σε και πα­ρέ­μει­νε και α­πό τους δύ­ο α­σχο­λί­α­στο, ως μη υ­πάρ­χον ή κα­λύ­τε­ρα ως α­ναγκαί­ο κα­κό. Με­τά προ­σπα­θή­σα­με να ξα­να­πιά­σου­με το νή­μα σχε­δόν α­πό ε­κεί που το εί­χα­με α­φή­σει. Η α­φορ­μή δό­θη­κε ό­ταν, για έ­να διά­στη­μα τριών ε­τών πε­ρίπου, δού­λε­ψα στην ε­ται­ρεί­α διε­θνών με­τα­φο­ρών στην ο­ποί­α ή­ταν συ­νε­ταί­ρος μα­ζί με την Έλ­λη Γρη­γο­ριά­δου και τον Πα­να­γιώ­τη Γκά­ζγκα. Η ε­παγ­γελ­μα­τι­κή μας σχέ­ση ή­ταν α­πο­λύ­τως τυ­πι­κή έ­ως στε­γνή, δεν ά­φη­σε πο­τέ πε­ρι­θώ­ριο για οποιο­δή­πο­τε σχό­λιο, πράγ­μα το ο­ποί­ο άλ­λω­στε συμ­με­ρι­ζό­μουν α­πό­λυ­τα. Τα πράγμα­τα έ­μει­ναν στά­σι­μα με­τα­ξύ μας. Ό­ταν έ­φυ­γα α­πό την ΕΛ­ΤΡΑΝ­Σ η ε­πα­φή μας αραί­ω­σε για κά­ποιο διά­στη­μα, μέ­χρις ό­του οι λο­γο­τε­χνι­κές μου α­νη­συ­χί­ες, που δεν ά­ντε­χαν άλ­λο την μο­να­ξιά και δεν ξε­δι­ψού­σαν πά­ντα α­πό τις συ­ζη­τή­σεις με τους συ­νο­μη­λί­κους, με έ­κα­νε να τον α­να­ζη­τή­σω ξα­νά. Πά­ντο­τε για μέ­να ήταν ση­μεί­ο α­να­φο­ράς και πη­γή γνώ­σης. Εν τω με­τα­ξύ εί­χα πά­ρει δί­πλω­μα ο­δήγη­σης και αυ­το­κί­νη­το, ο­πό­τε ή­ταν πο­λύ πιο εύ­κο­λο απ’ ό­τι πριν να τον ε­πι­σκέ­πτο­μαι στο σπί­τι του, μια και τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια δεν ζού­σε πια στην Α­θήνα.
            Με τη τρί­τη γυ­ναί­κα του τη Μύ­ρα Φω­στη­ρο­πού­λου, μια καλ­λιερ­γη­μέ­νη αρ­χιτε­κτό­νισ­σα, α­φού έ­ζη­σαν κά­ποια χρό­νια στο πα­τρι­κό της, μια μο­νο­κα­τοι­κί­α στην ο­δό Ευ­ρυ­τα­νί­ας πί­σω α­πό την Λε­ω­φό­ρο Κη­φι­σί­ας, κά­ποια στιγ­μή α­πο­φά­σισαν να φύ­γουν α­πό το κέ­ντρο. Έ­τσι έ­χτι­σαν στη Σα­λα­μί­να έ­να υ­πέ­ρο­χο η­λιό­λουστο σπί­τι, που σχε­δί­α­σε η Μύ­ρα, κυ­ριο­λε­κτι­κά πά­νω στο κύ­μα με πιά­το τη θά­λασσα. Αλ­λά για να πά­ρου­με τα πράγ­μα­τα α­πό την αρ­χή πριν φτά­σου­με στη Μύ­ρα, στη Σα­λα­μί­να και στον τρί­το γά­μο, ό­πως εί­ναι ευ­νό­η­το προ­η­γή­θη­καν άλ­λοι δύο. Η πρώ­τη μου θεί­α λοι­πόν ή­ταν η Μαί­ρη, αλ­λά έ­φυ­γε πο­λύ νω­ρίς α­πό τη ζω­ή του Νά­σου κι έ­τσι δεν θυ­μά­μαι α­πο­λύ­τως τί­πο­τε γι’ αυ­τήν. Ου­σια­στι­κά σαν θεία, και μά­λι­στα πο­λύ α­γα­πη­μέ­νη, γνώ­ρι­σα την δεύ­τε­ρη γυ­ναί­κα του, την η­θο­ποιό Τζέ­νη Ζα­χα­ρο­πού­λου, με την ο­ποί­α εί­χα μια πο­λύ τρυ­φε­ρή σχέ­ση, ε­κεί­νη με μά­θαι­νε α­πο­στή­θι­ση κι α­παγ­γε­λί­α κι ε­γώ την θαύ­μα­ζα. Ή­ταν ο μί­τος που με ο­δηγού­σε στα πα­ρα­σκή­νια των θε­ά­τρων –που έ­μα­θα ν’ α­γα­πώ α­πό παι­δί- κι ε­κεί ρου­φού­σα ό­λο το ά­ρω­μα του μα­γι­κού τους κό­σμου. Αλ­λά ε­πει­δή οι σχέ­σεις των αν­θρώ­πων αλ­λά­ζουν α­πό την μια στιγ­μή στην άλ­λη, μια ω­ραί­α πρω­ί­α πλη­ρο­φορή­θη­κα ό­τι η θεί­α Τζέ­νη μάς τε­λεί­ω­σε. Θυ­μά­μαι α­κό­μα το κλά­μα που εί­χα ρί­ξει, δεν ή­ξε­ρα ποιος έ­φται­γε κι ού­τε με εν­διέ­φε­ρε άλ­λω­στε -αρ­γό­τε­ρα συ­νει­δητο­ποί­η­σα πως συ­νή­θως δεν ευ­θύ­νε­ται μό­νο ο έ­νας- α­πλώς ή­μουν πο­λύ θυ­μω­μέ­νη. Και φυ­σι­κά ο θυ­μός μου στρά­φη­κε κυ­ρί­ως ε­να­ντί­ον του Νά­σου. Διό­τι σπα­νί­ως εί­μα­στε ε­λα­στι­κοί α­πέ­να­ντι στα πρό­τυ­πα, στους ή­ρω­ές μας. Δυ­στυ­χώς ο θυ­μός μου ή­ταν βα­θύς, πι­κρός κι α­νο­μο­λό­γη­τος, τό­σο που τε­λι­κά στρά­φη­κε ε­να­ντίον μου με τον πλέ­ον θε­α­μα­τι­κό τρό­πο, ό­ταν μια μέ­ρα, κα­θώς ο Νά­σος χαι­ρε­τούσε τους γο­νείς μου, στο τέ­λος μιας ε­πί­σκε­ψής μας στο σπί­τι του, ε­γώ κου­τρουβα­λιά­στη­κα και μέ­τρη­σα έ­να προς έ­να ό­λα τα μαρ­μά­ρι­να σκα­λο­πά­τια της τε­ράστιας σκά­λας του. Α­πό τό­τε έ­μα­θα πως ο α­νεκ­δή­λω­τος θυ­μός πο­νά­ει, και μά­λι­στα κυ­ρί­ως αυ­τόν που τον νιώ­θει.
            Κά­πο­τε πέ­ρα­σε ο θυ­μός, πέ­ρα­σε κι ο και­ρός, ήρ­θε η σχέ­ση με τη Μύ­ρα, ο τρί­τος γά­μος και οι μέ­ρες της Σα­λα­μί­νας.   Το χτί­σι­μο του σπι­τιού, τα παι­χνί­δια στη θά­λασ­σα, τα μι­κρά πη­δη­μα­τά­κια με το Νά­σο στην τσι­με­ντέ­νια προ­βλή­τα, για προ­θέρ­μαν­ση πριν μπού­με στο νε­ρό. Ε­κτε­λού­σε με ε­φη­βι­κή προ­σή­λω­ση την ά­σκηση, ω­στό­σο απ’ α­νά­με­σα μουρ­μού­ρα­γε λα­χα­νια­σμέ­νος κοι­τώ­ντας με λο­ξά, «ας ό­ψο­νται τα σω­σί­βια», «τι;», «λέ­ω αυ­τό εί­ναι το άλ­λο­θι, τέ­λος πά­ντων τί­πο­τε, πή­δα ε­σύ και μέ­τρα, μην κλέ­βεις» και συ­νέ­χι­ζε κοι­τώ­ντας μα­κριά τά­χα τον ορί­ζο­ντα, «πο­λύ πα­χαί­νει το ά­τι­μο το κρα­σί». Στα δέ­κα μέ­τρα μάς πε­ρί­με­νε πάντα η «Ποί­η­ση» ξύ­λι­νη και λι­κνι­ζό­με­νη στης Φα­νε­ρω­μέ­νης τα νε­ρά, πά­ντα μου φαι­νό­ταν πα­ρά­ξε­νο ό­νο­μα για βάρ­κα. Υ­πήρ­χε μια α­νε­με­λιά διά­χυ­τη στην ατμό­σφαι­ρα.
            Ο πα­τέ­ρας μου ή­ταν ο μι­κρό­τε­ρος απ’ ό­λα τα α­δέλ­φια, και για το Νά­σο αυ­τό πα­ρέ­μει­νε α­ναλ­λοί­ω­το ως προς το νοιά­ξι­μο και τις συ­μπε­ρι­φο­ρές, ό­σο κι αν με­γά­λω­ναν, γι’ αυ­τόν ή­ταν   πά­ντο­τε ο μι­κρός α­δελ­φός. Και το α­πέ­δει­ξε ό­σες φο­ρές χρειά­στη­κε, στη­ρί­ζο­ντάς τον με ό­λους τους τρό­πους. Ή­ταν πο­λύ δε­μένοι με­τα­ξύ τους αλ­λά και με τον κα­τά δέ­κα χρό­νια με­γα­λύ­τε­ρο Πα­να­γιώ­τη. Θυμά­μαι στο σπί­τι της για­γιάς της Αρ­γυ­ρώς, ό­ταν πρω­το­εί­δα κρε­μα­σμέ­νη στο σαλό­νι, σε μια λι­τή λε­πτή κορ­νί­ζα μια α­σπρό­μαυ­ρη α­τμο­σφαι­ρι­κή φω­το­γρα­φί­α με ό­λα τα παι­διά της οι­κο­γέ­νειας σε μι­κρή η­λι­κί­α -τους θεί­ους και τις θεί­ες μου, τρί­α α­γό­ρια και δύ­ο κο­ρί­τσια- στη σει­ρά κα­λο­χτε­νι­σμέ­να, κα­λο­ντυ­μέ­να, κολ­λα­ρι­στά. Δια­σω­ζό­ταν ό­λη η α­τμό­σφαι­ρα της ε­πο­χής αλ­λά και της στιγ­μής, σχε­δόν ά­κου­σα τους ψι­θύ­ρους, εί­δα τα σκου­ντή­μα­τα και τα α­μή­χα­να κρυ­φό­γελα πριν το μα­γι­κό κλικ της φω­το­γρά­φη­σης. Μου φαι­νό­ταν πο­λύ πα­ρά­ξε­νο που τους έ­βλε­πα α­πέ­να­ντί μου σε πο­λύ μι­κρό­τε­ρη η­λι­κί­α α­πό την δι­κή μου, άρ­χι­σα να τους ο­νο­μα­τί­ζω ξε­κι­νώ­ντας α­πό το μι­κρό­τε­ρο μαυ­ρο­τσού­κα­λο -αρ­γό­τε­ρα άσπρι­σε θε­α­μα­τι­κά- που α­να­γνώ­ρι­σα πρώ­το, τον πα­τέ­ρα μου. Συ­νέ­χι­σα να ο­νο­ματί­ζω α­πό τα δε­ξιά, που βρι­σκό­ταν το μι­κρό­τε­ρο παι­δί της οι­κο­γέ­νειας, προς τα α­ρι­στε­ρά κι ας ή­ταν α­νορ­θό­δο­ξο -α­κό­μα έ­τσι ξε­φυλ­λί­ζω- δί­πλα στον πα­τέ­ρα μου η Μά­γδα η μι­κρό­τε­ρη α­πό τις δύ­ο α­δελ­φές και α­μέ­σως δε­ξιά της έ­να άλ­λο κο­ρι­τσά­κι με ξαν­θές μπού­κλες- μή­πως η Καί­τη; μάλ­λον ό­χι, το προ­σπέ­ρα­σα, θα ρω­τού­σα με­τά- δί­πλα του ο Πα­να­γιώ­της και τέ­λος στην κε­φα­λή στα α­ρι­στε­ρά του κά­δρου η Καί­τη, η με­γα­λύ­τε­ρη απ’ ό­λους. Και το παι­δά­κι με τις μπού­κλες; ρώ­τη­σα τη για­γιά, ο Να­σού­λης ο δεύ­τε­ρος, εί­πε με έ­να μι­κρό κό­μπια­σμα και μάτια συ­νε­παρ­μέ­να, ρου­φηγ­μέ­να απ’ τη φω­το­γρα­φί­α, ο πρώ­τος μου πέ­θα­νε. Κι έ­τσι έ­μα­θα ό­τι πή­ρε το ό­νο­μα του νε­κρού παι­διού που προ­η­γή­θη­κε -με ό­τι ση­μαίνει αυ­τό-, ό­πως συ­νη­θί­ζε­ται σε πολ­λά μέ­ρη στην Ελ­λά­δα. Ί­σως γι’ αυ­τό του είχε τό­σο με­γά­λη α­δυ­να­μί­α.
            Οι εκ­δρο­μές, οι συ­ζη­τή­σεις οι ε­πι­σκέ­ψεις και οι βόλ­τες ή­ταν πο­λύ συ­χνές. Ε­μείς τό­τε α­κό­μα δεν εί­χα­με αυ­το­κί­νη­το, συ­νή­θως περ­νού­σαν ο Νά­σος ή ο Πανα­γιώ­της μ’ έ­να μνη­μειώ­δες Φί­ατ, και μας έ­παιρ­ναν τις Κυ­ρια­κές και ό­λα τα στιγ­μιό­τυ­πα στις φω­το­γρα­φί­ες -ο Πα­να­γιώ­της εί­χε πά­θος με την φω­το­γρα­φί­α και έ­να τε­ρά­στιο αρ­χεί­ο- μαρ­τυ­ρούν πως περ­νού­σα­με πο­λύ κα­λά. Ό­ταν αρ­γό­τερα χτί­στη­κε το σπί­τι στη Σα­λα­μί­να έ­δι­νε κι αυ­τό συ­νέ­χεια α­φορ­μές, μια για να βο­η­θή­σου­με τά­χα σε κά­τι, μια για να βρέ­ξου­με με κρα­σο­κα­τά­νυ­ξη τα φρέ­σκα μπε­τά.
            Κά­πο­τε οι μέ­ρες της α­νε­με­λιάς σκόρ­πι­σαν, τα χρό­νια κύ­λη­σαν δια­φο­ρε­τι­κά για τον κα­θέ­να και με­σο­λά­βη­σαν κά­ποιοι κύ­κλοι μέ­χρι να ξα­να­βρε­θώ στη Σαλα­μί­να με­γά­λη πια, φορ­τω­μέ­νη με τις δι­κές μου α­πο­γο­η­τεύ­σεις, τα α­διέ­ξο­δα, τις α­νη­συ­χί­ες και την α­γά­πη για την ποί­η­ση και την τέ­χνη γε­νι­κό­τε­ρα, που ακό­μα δεν εί­χε βρει ε­παρ­κείς τρό­πους έκ­φρα­σης. Οι μέ­ρες της Σα­λα­μί­νας, οι δι­κές μου μέ­ρες της Σα­λα­μί­νας, ή­ταν οι πλέ­ον γό­νι­μες με­τα­ξύ μας α­πό λο­γο­τεχνι­κή κυ­ρί­ως ά­πο­ψη. Ο Νά­σος μού μι­λού­σε για την ποί­η­ση κι ε­γώ εί­χα την πε­ποί­θη­ση πως στο βά­θος της φω­νής του έ­πια­να έ­να τό­νο ε­ρω­τι­κό σαν να μι­λού­σε για γυ­ναί­κα, μια έ­ξα­ψη κρυμ­μέ­νη που και­ρο­φυ­λα­κτού­σε πό­τε θα της ά­φη­ναν χαρα­μά­δα ν’ α­να­σά­νει, αλ­λά ή­ταν αρ­κε­τά βα­ρύς και σο­βα­ρός για να πα­ρα­δε­χτεί εν ψυ­χρώ κά­τι τέ­τοιο, εν θερ­μώ   ί­σως…, άλ­λω­στε το οι­νό­πνευ­μα στη σω­στή δόση πά­ντα βο­η­θά­ει το πνεύ­μα, κα­θώς έ­λε­γε. Του έ­δει­χνα α­πό­πει­ρες δι­κών μου πο­νη­μά­των, και ε­κεί αρ­γό­τε­ρα με την δι­κή του βο­ή­θεια στην τε­λι­κή ε­πι­λο­γή συ­στά­θη­κε το σώ­μα της πρώ­της μου ποι­η­τι­κής συλ­λο­γής με τί­τλο «Ο μύ­θος του ο­δοι­πό­ρου». Μού μι­λού­σε για την μορ­φή και το πε­ριε­χό­με­νο, για τη φόρ­μα, με προ­έ­τρε­πε να δια­βά­σω Σο­λω­μό, Κάλ­βο, Σι­κε­λια­νό, Σε­φέ­ρη, Ε­λύ­τη πριν φτάσω στους νε­ό­τε­ρους. Συ­χνά ο­ρί­ζα­με έ­να θέ­μα για με­λέ­τη και συ­ζή­τη­ση για την ε­πό­με­νη συ­νά­ντη­σή μας. Κι ό­ταν ερ­χό­ταν η στιγ­μή βά­ζα­με κά­τω τα σώ­μα­τα των ποι­η­μά­των κι ε­πι­δι­δό­μα­σταν σε μι­κρές ε­πι­τό­πιες α­να­το­μί­ες, που α­πό την μια με γο­ή­τευαν κι α­πό την άλ­λη με τά­ρα­ζαν μια κι έ­νιω­θα να ε­ξα­τμί­ζε­ται εκεί μπρο­στά στα μά­τια μας έ­στω και στιγ­μιαί­α ό­λο το ά­ρω­μα και η μα­γεί­α. Ευ­τυχώς η α­πο­μυ­θο­ποί­η­ση έ­λη­γε με το κλεί­σι­μο του βι­βλί­ου, η α­μέ­σως ε­πό­με­νη ανά­γνω­ση εί­χε πά­λι ό­λους τους χυ­μούς της. Αυ­τές οι συ­ζη­τή­σεις μας ή­ταν για μέ­να πο­λύ­τι­μες.
            Με­ρι­κές φο­ρές σπα­νιό­τε­ρα, α­πα­ντού­σε σε ε­ρω­τή­σεις μου που α­φο­ρού­σαν τη δι­κή του ποί­η­ση. Θυ­μά­μαι, ό­ταν ο­λο­κλή­ρω­σε Το χρο­νι­κό της Γε­νέ­θλιας Πόλης -που έ­μελ­λε να εί­ναι το τε­λευ­ταί­ο του βι­βλί­ο- ,εί­χε α­να­φέ­ρει κά­τι σχετι­κά με την προ­σπά­θειά του να α­παλ­λά­ξει το γρα­πτό του α­πό τα ση­μεί­α στί­ξε­ως, ε­πι­διώ­κο­ντας μέ­σα α­πό αυ­τό το δια­φο­ρε­τι­κό πλά­σι­μο της φόρ­μας, με­γα­λύτε­ρη ευ­κι­νη­σί­α και ε­λευ­θε­ρί­α του πε­ριε­χο­μέ­νου, που θα το ά­φη­νε να λει­τουργή­σει πιο πο­λυ­διά­στα­τα.
Α­νη­συ­χού­σε για τη γλώσ­σα που έ­μοια­ζε να α­πο­ψι­λώ­νε­ται, να φτω­χαί­νει, για την κα­τάρ­γη­ση του πο­λυ­το­νι­κού. Μι­λού­σε για δά­νεια και α­ντι­δά­νεια, και υ­περβάλ­λο­ντας α­στε­ϊ­ζό­με­νος δια­τύ­πω­νε το φό­βο του σχε­τι­κά με τις ε­πό­με­νες γε­νιές, πως κιν­δυ­νεύ­ουν, έ­λε­γε, να συ­νεν­νο­ού­νται μό­νο με νο­ή­μα­τα. Μού επε­σή­μαι­νε ποι­η­τι­κές και α­ντι­ποι­η­τι­κές λέ­ξεις. Υ­πάρ­χουν; Δεν υ­πάρ­χουν; Από τι ε­ξαρ­τώ­νται ό­λα αυ­τά; Α­πό την ί­δια τη λέ­ξη ή α­πό την θέ­ση της στο ποί­η­μα και α­πό τον τρό­πο που έ­χει χρη­σι­μο­ποι­η­θεί; Για ποι­η­τι­κές πό­ζες, τι πρέ­πει να α­πο­φεύ­γει η ποί­η­ση και τι ο ποι­η­τής. Πά­ντως ο ί­διος εί­χε ε­πι­λέ­ξει έ­να δρό­μο μα­κριά α­πό πο­λυ­σύ­χνα­στα στέ­κια και ψυ­χο­φθό­ρες δο­σο­λη­ψί­ες. Ή­ταν α­κέραιος, αυ­στη­ρός και α­πό­λυ­τος στις σχέ­σεις του, δια­τη­ρώ­ντας ταυ­το­χρό­νως την τρυ­φε­ρό­τη­τά του, δεν χα­ρι­ζό­ταν, δεν έ­βα­ζε νε­ρό στο κρα­σί του ό­σον α­φο­ρούσε στις α­πό­ψεις του, και πι­κραι­νό­ταν ό­ταν έ­βλε­πε πως α­κό­μα και ο χώ­ρος της ποί­η­σης α­λω­νό­ταν α­πό οί­η­ση, τερ­τί­πια, συμ­μα­χί­ες και α­νταλ­λα­γές (ή συ­ναλ­λα­γές;). Παρ’ ό­λα αυ­τά δια­τη­ρού­σε πά­ντα την νη­φα­λιό­τη­τά του. Ό­σο περ­νού­σαν τα χρό­νια πα­ρα­τη­ρού­σε ό­λο και α­πό πιο μα­κριά τα τε­κται­νό­με­να, τα πε­ρί την ποί­η­ση, α­πο­στα­σιο­ποιού­νταν ό­λο και πε­ρισ­σό­τε­ρο. Έ­τσι δια­τη­ρού­σε κα­θα­ρή μα­τιά, αλ­λά βέ­βαια, ό­πως ή­ταν α­να­με­νό­με­νο, πλή­ρω­σε το α­ντί­στοι­χο τί­μη­μα. Δεν θε­ω­ρώ κα­θό­λου τυ­χαί­ο το γε­γο­νός ό­τι δεν συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται το έρ­γο του σε αν­θο­λο­γί­ες που α­να­φέ­ρο­νται στην Πρώ­τη Με­τα­πο­λε­μι­κή Γε­νιά, στην ο­ποί­α α­νή­κει, ε­νώ α­να­φέ­ρο­νται άλ­λοι α­κό­μα και ε­λάσ­σο­νες ποι­η­τές. Με ε­ξαίρε­ση, απ’ ό­σο γνω­ρί­σω,   την αν­θο­λο­γί­α της Ρί­τας-Μπού­μη Πα­πά.
            Μια άλ­λη α­γά­πη του ή­ταν η ζω­γρα­φι­κή. Α­πό τα συ­χνά τα­ξί­δια του, λό­γω της εργα­σί­ας του, στο ε­ξω­τε­ρι­κό έ­φερ­νε βι­βλί­α τέ­χνης κυ­ρί­ως ζω­γρα­φι­κής, που τότε ή­ταν δυ­σεύ­ρε­τα και πα­νά­κρι­βα στην Ελ­λά­δα. Έ­τσι εί­χα την με­γά­λη πο­λυ­τέλεια να ξε­φυλ­λί­ζω τό­μους με μο­νο­γρα­φί­ες με­γά­λων ζω­γρά­φων α­πό μι­κρή και να σχο­λιά­ζου­με μα­ζί διά­φο­ρα. Εί­χα την τύ­χη να ε­ξοι­κειω­θώ με τον κυ­βι­σμό και την ζω­γρα­φι­κή του Πι­κά­σο, για πα­ρά­δειγ­μα, ό­σο ή­μουν μι­κρή πριν πα­ρεμ­βληθεί η αμ­φι­σβή­τη­ση και το α­λα­ζο­νι­κό «σι­γά κι ε­γώ μπο­ρώ να το κά­νω αυ­τό» που μπλο­κά­ρει τις πύ­λες της ό­ρα­σης και της φα­ντα­σί­ας. Στα δια­λείμ­μα­τα των συ­ζη­τή­σε­ων το σπί­τι γέ­μι­ζε με­λω­δί­ες άλ­λο­τε α­πό τη Μύ­ρα που έ­παι­ζε πιάνο, άλ­λο­τε α­πό δί­σκους βι­νι­λί­ου κλασ­σι­κής κυ­ρί­ως μου­σι­κής, έ­να πο­λύ α­γαπη­μέ­νο του κομ­μά­τι ή­ταν ο   Να­μπού­κο του Βέρ­ντι, που έ­κτο­τε α­κού­ω με ι­διαί­τερη συ­γκί­νη­ση. Το α­πό­γευ­μα πριν το βρα­δι­νό φα­γη­τό ή­ταν η ώ­ρα των σκυ­λιών, έτσι την εί­χαν βα­φτί­σει. Ά­νοι­γαν λοι­πόν οι πόρ­τες και τα δύ­ο με­γα­λό­σω­μα λυκό­σκυ­λα ει­σέ­βα­λαν για λί­γο στο κα­θι­στι­κό. Με­γα­λύ­τε­ρη α­δυ­να­μί­α εί­χε στον Οθέ­λο έ­να κα­τά­μαυ­ρο λύ­κο, που θρή­νη­σε μέ­σα α­πό έ­να του ποί­η­μα, ό­ταν τον έ­χασε α­πό κα­λα­ζάρ.
            Α­κό­μα τό­τε δεν εί­χα μπει στη σχο­λή Κα­λών Τε­χνών, αλ­λά και γι’ αυ­τή μου την ε­πι­λο­γή, τα πρώ­τα ε­ρε­θί­σμα­τα μέ­σω του Νά­σου τα πή­ρα. Πά­ντα στις πα­ρέ­ες του ε­κτός α­πό ποι­η­τές και αν­θρώ­πους του θε­ά­τρου, υ­πήρ­χαν και ζω­γρά­φοι. Στους τοί­χους του γρα­φεί­ου, και γε­νι­κό­τε­ρα ό­λου του σπι­τιού, υ­πήρ­χαν α­πό πάνω μέ­χρι κά­τω πί­να­κες, φί­λων, ε­πω­νύ­μων αλ­λά και α­γνώ­στων. Θυ­μά­μαι έ­να εκ­φραστι­κό πορ­τρέ­το της Μύ­ρας, σε μια γω­νιά πλά­ι στο τζά­κι πά­νω σ’ έ­να κα­βα­λέτο, που το χά­ζευα για ώ­ρες κά­θε φο­ρά, προ­σπα­θώ­ντας να μα­ντέ­ψω τις πι­νε­λιές κά­τω α­πό το τε­λι­κό θαυ­μα­στό α­πο­τέ­λε­σμα. Σχέ­δια για ε­ξώ­φυλ­λα των βι­βλί­ων του, αρ­χι­γράμ­μα­τα σχε­δια­σμέ­να α­πό τον Γιώρ­γο Σι­κε­λιώ­τη, με­ρι­κά εκ των ο­ποί­ων στη συ­νέ­χεια κο­σμού­σαν τους τοί­χους δη­μιουρ­γώ­ντας μια πο­λύ ι­διαί­τερη α­τμό­σφαι­ρα. Δεν θα ξε­χά­σω πο­τέ την πρώ­τη μου ε­πί­σκε­ψη σε έκ­θε­ση ζω­γραφι­κής, -πή­γα­με με τον πα­τέ­ρα μου και τον Νά­σο, στην έκ­θε­ση του φί­λου του Βά­λια Σε­μερ­τζί­δη-, και την α­πό­λυ­τη αί­σθη­ση θαυ­μα­σμού που εί­χα νιώ­σει. Ί­σως ή­ταν η πρώ­τη φο­ρά που έ­νιω­σα τη ζω­γρα­φι­κή να με κα­τα­κυ­ριεύ­ει. Ο χώ­ρος της έκ­θεσης εί­χε τε­ρά­στια ε­πι­μή­κη πα­ρά­θυ­ρα -ή έ­τσι, τέ­λος πά­ντων, φά­ντα­ζαν στα παιδι­κά μά­τια των ε­πτά μου χρό­νων- απ’ ό­που έ­μπαι­νε ά­φθο­νο φως, πρέ­πει να ή­ταν μια η­λιό­λου­στη μέ­ρα,   το φως έ­πε­φτε πά­νω στα χρώ­μα­τα των έρ­γων και τα έ­κανε να λά­μπουν με τρό­πο μα­γι­κό. Εί­χα ψι­θυ­ρί­σει τό­τε μέ­σα μου κρυ­φά κι α­νο­μολό­γη­τα θέ­λω κι ε­γώ να μπο­ρέ­σω κά­πο­τε, και συ­νέ­χι­σα να ζω­γρα­φί­ζω-μουτζου­ρώ­νω, -συ­νέ­χι­σα μια και ή­ταν κά­τι που έ­κα­να ού­τως ή άλ­λως α­πό πο­λύ μι­κρή- αλ­λά τώ­ρα έ­μοια­ζε ό­λο αυ­τό να έ­χει έ­να στό­χο, ω­στό­σο ό­χι ευ­διά­κρι­το α­κό­μα. Κά­ποια χρό­νιααρ­γό­τε­ρα, στο με­γά­λο ξύ­λι­νο γρα­φεί­ο του, στο σπί­τι της Ευ­ρυ­τα­νί­ας, έ­κα­να με μο­λύ­βι την πρώ­τη σο­βα­ρή α­πό­πει­ρα α­ντι­γρα­φής, α­πό μια μο­νο­γρα­φί­α με έρ­γα του Άλ­μπερ­τ Ντύ­ρερ, ή­ταν μια αυ­το­προ­σω­πο­γρα­φί­α του καλ­λι­τέ­χνη που κοι­τά κα­τά­μα­τα το θε­α­τή. Α­κο­λού­θη­σαν πολ­λά μέ­χρι να πραγ­μα­το­ποι­ή­σω ε­κεί­νη την παι­δι­κή μου ε­πι­θυ­μί­α. Αλ­λά ό­ταν τε­λι­κά συ­νέ­βη και το βα­σα­νι­στι­κό άγ­χος των ε­ξε­τά­σε­ων για την Α­νω­τά­τη Σχο­λή Κα­λών Τε­χνών κατα­λά­για­σε, φοι­τή­τρια πια, α­να­πό­φευ­κτα η μνή­μη μου έ­τρε­ξε σ’ ε­κεί­να τα πρώτα ε­ρε­θί­σμα­τα, σ’ ε­κεί­νες τις πρώ­τες εκ­πλή­ξεις των μα­τιών. Πολ­λά χρό­νια αρ­γό­τε­ρα, αυ­τό το ί­διο έρ­γο του Ντύ­ρερ θα γί­νει α­φορ­μή για έ­να δι­ή­γη­μά μου. Πο­λυ­ποί­κι­λες λοι­πόν οι α­φορ­μές που στρέ­φουν τον νου μου προς τα πί­σω.
            Παρ’ ό­λα αυ­τά, μου πή­ρε και­ρό να συ­νει­δη­το­ποι­ή­σω κα­θα­ρά πό­σα πολ­λά χρωστού­σα στο Νά­σο, που τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια εί­χα πά­λι χά­σει κά­πως, παρ’ ό­λο που δεν το ‘θε­λα, την συ­χνή ε­πα­φή μα­ζί του. Δεν έ­χει νό­η­μα να πω για τους ρυθμούς της α­δυ­σώ­πη­της πό­λης μας, πράγ­μα­τα που ό­λοι ε­πι­κα­λού­μα­στε, το βά­ρος και η ευ­θύ­νη ού­τως ή άλ­λως πα­ρα­μέ­νει ό­λη δι­κή μου, κα­θώς και η τα­ρα­χή και η βα­θύ­τα­τη πί­κρα μου, ό­ταν έ­μα­θα έ­να με­ση­μέ­ρι για τον ξαφ­νι­κό θά­να­τό του, που μας βρή­κε ό­λους, φυ­σι­κά, α­προ­ε­τοί­μα­στους. Πί­κρα πέ­ρα α­πό αυ­τήν του θα­νάτου, πί­κρα που δεν πρό­λα­βα να του πω ό­λα ό­σα ή­θε­λα, ό­σα του ό­φει­λα. Ο θά­να­τός του με βρή­κε μέ­σα στην κα­θη­συ­χα­στι­κή μου βε­βαιό­τη­τα ό­τι έ­χου­με χρό­νο, ό­λος ο χρό­νος μπρο­στά μας εί­ναι
 …και θα πά­ω μια μέ­ρα πά­λι στη Σα­λα­μί­να, θα τον πά­ρω τη­λέ­φω­νο πριν, δεν του α­ρέ­σουν πο­λύ οι εκ­πλή­ξεις, άλ­λω­στε μπο­ρεί να δου­λεύ­ει και δεν θέ­λω να τον δια­κό­ψω, και θα του πω, να πιού­με έ­να πο­τή­ρι κι έ­χω να σου πω, θα του πω, κι αυτός θα χα­μο­γε­λά­ει κά­τω α­πό το πά­ντα πε­ρι­ποι­η­μέ­νο α­ρω­μα­τι­σμέ­νο μου­στά­κι του χω­ρίς α­δη­μο­νί­α, με μιαν έκ­φρα­ση που κά­ποιοι την ερ­μή­νευαν σαν ει­ρω­νική ό­μως δεν ή­ταν, ή­ταν α­πλώς έ­να φίλ­τρο για να βλέ­πει τον κό­σμο, και θα του έλε­γα ε­πι­τέ­λους τό­τε πό­σα πολ­λά του χρω­στά­ω α­πό παι­δί, πό­σα θαυ­μα­στά μου έχει δεί­ξει και πό­σα άλ­λα σιω­πη­ρά μέ­σα α­πό συ­μπε­ρι­φο­ρές και η­θι­κή στά­ση απέ­να­ντι στα πράγ­μα­τα, και πως έ­να με­γά­λο μέ­ρος του τρό­που που βλέ­πω τη ζω­ή ξε­κί­νη­σε α­πό τό­τε που με έ­παιρ­νε στον ώ­μο κα­λια­κού­τσα και σφύ­ρα­γε κοι­τώντας τα που­λιά.                     
 
Πη­γή: περ. Κά­πα, 2007-11-01, Α­φιέ­ρω­μα στον Νά­σο Νι­κό­που­λο.
 
Τελευταία Ανανέωση:
Παρ, 07/01/2011 - 10:53