Η Μάρη Θεοδοσοπούλου για την συλλογή διηγημάτων "Ομελέτα με μανιτάρια" (εφ. το Βήμα της Κυριακής, 04-11-2007)

  

Η Μά­ρη Θε­ο­δο­σο­πού­λου για την συλ­λο­γή δι­ηγη­μά­των Ο­με­λέ­τα με μα­νι­τά­ρια (εκ­δ. Νε­φέ­λη, Α­θή­να, 2007) για το Βήμα της Κυριακής (2007-11-04) 

 

 

Πό­σο αι­σθη­μα­τί­ες εί­ναι οι άν­δρες

 

Μια ζω­γρά­φος σε θέ­ση πε­ζο­γρά­φου μέ­σα α­πό μια συλ­λο­γή δι­η­γημά­των με «φευ­γά­τους» ή­ρω­ες
 
Ζω­γρά­φος η Η. Νι­κο­πού­λου, με πο­λύ­μορ­φο έρ­γο, α­πλω­μέ­νο σε
δια­­­­φο­ρε­τι­κά πε­δί­α, α­πό πί­να­κες και ει­κο­νο­γρά­φη­ση βι­βλί­ων μέ­χρι ει­κα­στι­κά πε­ρι­βάλ­λο­ντα και θε­α­τρι­κά σκη­νι­κά, δο­κι­μά­στη­κε και στη λο­γο­τε­χνί­α, πρώ­τα στην ποί­η­ση και με­τά στην πεζο­γρα­φί­α, με έ­να πρώ­το πε­ζο­γρά­φη­μα, το 2003, που θα χα­ρα­κτη­ρι­ζό­ταν πρω­τό­λειο. Ο­πό­τε η πρό­σφα­τη συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των θα μπο­ρού­σε να θε­ω­ρη­θεί και ως έ­να ευοί­ω­νο πε­ζο­γρα­φι­κό ξε­κί­νη­μα κα­θώς πα­ντρεύ­ει τη ζω­γρα­φι­κή με τον α­φη­γη­μα­τι­κό λό­γο. Πει­ρα­μα­τι­κή η τά­ση της συγ­γρα­φέ­ως, ό­πως και της ζω­γρά­φου, έλ­κε­ται από δια­φο­ρε­τι­κούς μυ­θο­πλα­στι­κούς πυ­ρή­νες, μη αρ­κούμε­νη να πραγ­μα­τευ­τεί έ­να μό­νο θέ­μα. Αλ­λω­στε το δια­κρι­τι­κό στοι­χεί­ο στις α­φη­γή­σεις της δεν εί­ναι τα πρό­σω­πα και οι σχέ­σεις που α­να­πτύσ­σουν, αλ­λά το ι­διό­μορ­φο κλί­μα που δη­μιουρ­γείται αλ­λά­ζο­ντας την ο­πτι­κή γω­νί­α και τις α­πο­χρώ­σεις.
Ο­μα­δο­ποι­η­μέ­να τα δι­η­γή­μα­τα σε πέ­ντε ε­νό­τη­τες, δύ­ο τρι­λο­γί­ες και τρεις τε­τρα­λο­γί­ες, ξε­κι­νούν α­πό τον οι­κο­γε­νεια­κό μι­κρό­κο­σμο και τις ε­ρω­τι­κές προ­κλή­σεις για να δια­φύ­γουν στη συ­νέ­χεια σε ρευ­στές κα­τα­στά­σεις εύ­θραυ­στων ι­σορ­ρο­πιών, που ε­κτυ­λίσ­σο­νται στον χώ­ρο του φα­ντα­στι­κού και της ε­πι­στη­μο­νι­κής φα­ντα­σί­ας ή α­κό­μη και των πα­ρα­μυθιών. Προ­ο­δευ­τι­κά η πραγ­μα­τι­κό­τη­τα φαί­νε­ται να εν­δίδει στην ου­το­πί­α και στο υ­πε­ραι­σθη­τό, ε­νώ οι α­φη­γή­σεις γί­νο­νται α­φαι­ρε­τικές, προ­τι­μώ­ντας την υ­παι­νι­κτι­κή α­να­φο­ρά α­πό την α­κριβό­λο­γη δια­τύ­πω­ση, αν και σε κά­ποιες πε­ρι­πτώ­σεις, ευτυ­χώς λι­γο­στές, με­τέ­ω­ρες οι νύ­ξεις ρέ­πουν προς την α­σά­φεια. 
Α­κό­μη και στα οι­κεί­α θέ­μα­τα δια­φαί­νε­ται μια α­να­τρε­πτι­κή διά­θε­ση της συγγρα­φέ­ως. Αν και στα δι­η­γή­μα­τα υ­πε­ρι­σχύ­ουν τα γυναι­κεί­α πρό­σω­πα, οι ευαί­σθη­τοι στον τρό­πο που προ­σλαμ­βά­νουν τα ε­ξω­τε­ρι­κά ε­ρε­θί­σμα­τα και α­ντι­δρούν σε αυ­τά είναι οι άν­δρες, ε­νώ οι η­ρω­ί­δες της δεί­χνουν προ­παντός θυ­μω­μέ­νες, ό­πως εμ­φα­ντι­κά δη­λώ­νει και ο τί­τλος ε­νός δι­η­γή­μα­τος πρω­τότυ­πης σύλ­λη­ψης, «Η θυ­μω­μέ­νη του Ντε­γκά». Στο α­φήγη­μα ζω­ντα­νεύ­ουν οι χο­ρεύ­τριες που ζω­γρά­φι­σε ο νε­ω­τε­ρι­κός γάλ­λος με­τρ, αλ­λά­ζουν θέ­σεις, βο­η­θώ­ντας τον να κα­τα­λή­ξει στην ο­ρι­στι­κή διά­τα­ξη του μπα­λέ­του και στην έκ­κε­ντρη γω­νί­α α­πό­δο­σης της σκη­νής. Ο­μως η Νι­κο­πού­λου τον θέ­λει να ε­μπνέ­ε­ται α­πό μια μο­να­χι­κή μπα­λα­ρί­να με μα­κριά κο­τσί­δα και θυ­μω­μέ­νη έκ­φρα­ση. Α­κριβώς ό­πως πε­ρι­γρά­φει τις έ­φη­βες η­ρω­ί­δες και άλ­λων δι­η­γη­μά­των ό­ταν έρ­χο­νται α­ντι­μέ­τω­πες με τη μη­τέ­ρα τους, που εμ­φα­νί­ζε­ται α­πει­λη­τι­κή και ου­δό­λως υ­πο­δειγ­μα­τι­κή, ε­νώ ο πα­τέ­ρας πα­ρα­μέ­νει μια σκιώ­δης πα­ρου­σί­α, με τις α­πα­ραί­τη­τες πλέ­ον στα πε­ζο­γρα­φή­μα­τα νε­ό­τε­ρων συγ­γρα­φέ­ων φρο­ϋ­δικές συν­δη­λώ­σεις.
Πό­σο αι­σθη­μα­τί­ες εί­ναι οι άν­δρες στις ι­στο­ρί­ες της Νι­κο­πού­λου δεν φαί­νε­ται, ό­πως θα α­να­με­νό­ταν, α­πό τις πε­ρι­πα­θείς δια­θέ­σεις τους, αλ­λά α­πό τους τρό­πους που διε­γεί­ρε­ται το ε­ρω­τι­κό τους εν­δια­φέ­ρον και τις φα­ντα­σιώ­σεις τους. Αλ­λοι α­να­ζη­τούν ε­ξω­τι­κές καλ­λο­νές και άλ­λοι α­να­τρέ­χουν σε ο­μο­φυ­λό­φι­λες ε­μπει­ρί­ες του πα­ρελθό­ντος, αν και α­φη­γη­μα­τι­κά πλέ­ον πε­ρί­τε­χνη α­πο­δει­κνύ­ε­ται μια δι­ή­γη­ση που κι­νεί­ται με­τα­ξύ πραγ­μα­τι­κό­τη­τας και χί­μαιρας. Προ δέ­κα ε­τών η Νι­κο­πού­λου εί­χε πραγ­μα­τοποι­ή­σει έ­να α­συ­νή­θι­στο ει­κα­στι­κό πε­ρι­βάλ­λον παί­ζο­ντας με κα­θρέ­φτες. Αντι­στοί­χως στο δι­ή­γη­μα με τί­τλο «Η τρί­τη πτώ­ση», που δεν πα­ρα­πέ­μπει σε πτώ­σεις σω­μά­των αλ­λά στην κα­ταρ­γη­μέ­νη δο­τι­κή της αρ­χαί­ας ελ­λη­νι­κής, ο ή­ρω­ας α­πο­λαμ­βάνει τη θέ­α της συ­ντρό­φου του με­τω­πι­κά αλ­λά και πλα­γί­ως, μέ­σα α­πό τις πα­ρα­μορ­φώ­σεις ε­νός πο­λυ­και­ρι­σμέ­νου κα­θρέ­φτη. Αυτό το εί­δω­λο, σχε­δόν ου­το­πι­κό, δεί­χνει δο­τι­κό στις ε­πι­θυ­μί­ες του σε α­ντί­θε­ση με μια φε­μι­νί­ζου­σα πα­ρου­σί­α, που μπο­ρεί και να ευ­νου­χί­ζει ευαί­σθη­τες υ­πάρ­ξεις.
Η συγ­γρα­φέ­ας στή­νει προ­σε­κτι­κά τους σκη­νι­κούς χώ­ρους και περ­νά­ει στην πε­ρι­γρα­φή των ό­σων δια­δρα­μα­τί­ζο­νται σαν να ζω­γρα­φί­ζει, σχε­διά­ζο­ντας κυ­ρί­ως τα πε­ρι­γράμ­μα­τα των συμ­βά­ντων και χρω­μα­τί­ζοντας τα αι­σθή­μα­τα. Αυ­τή η μορ­φή της α­φή­γη­σης φαί­νε­ται να α­το­νεί σε ι­στο­ρί­ες που ορ­γα­νώ­νο­νται ορ­θο­λο­γι­στι­κά και α­πλώ­νονται σε πε­ρισ­σό­τε­ρες σε­λί­δες. Σαν να ω­θεί τη Νι­κο­πού­λου η σκευ­ή της ζω­γρά­φου σε «φευ­γά­τους» ή­ρω­ες και θέ­μα­τα.
Τελευταία Ανανέωση:
Σάβ, 09/03/2011 - 11:01