Αναφορά στον Χρίστο Λάσκαρη (περ. Πλανοδιον, τχ. 45, 01-12-2008)

  

 Αναφορά στον Χρίστο Λάσκαρη  (περ. Πλανοδιον, τχ. 45, 01-12-2008) 

 

                    Έ­νας ε­σω­τε­ρι­κός πα­ρα­τη­ρη­τής
 
 
Α­να­ρω­τιέ­μαι πως θα μπο­ρού­σα ν’ α­πο­δώ­σω με λέ­ξεις τα μά­τια του. Βλέμ­μα οξύ και ταυ­τό­χρο­να με­λαγ­χο­λι­κό, πα­ρά­ξε­να ε­πί­μο­νο που κοι­τού­σε με έ­ντα­ση το φα­κό σαν να βια­ζό­ταν να συ­να­ντη­θεί με τα άλ­λα μά­τια α­πέ­να­ντι, αυ­τού που κάπο­τε θα κρα­τού­σε την φω­το­γρα­φί­α. Και πά­ντα κά­τι ρώ­τα­γε, μια α­πο­ρί­α τρυ­πούσε το χαρ­τί  

 Έ­γρα­ψε ποι­ή­μα­τα,  

ό­πως άλ­λοι δού­λε­ψαν στο λα­το­μεί­ο.  

 Και οι δύ­ο τους σκά­ψα­νε βα­θιά  

 Ε­κεί­νοι για έ­να με­ρο­κά­μα­το 

αυ­τός ό­μως για τι;  
 
Πρω­το­συ­νά­ντη­σα την ποί­η­ση του Χρί­στου Λά­σκα­ρη, ό­πως πολ­λοί άλ­λοι, μέ­σα α­πό την αν­θο­λό­γη­ση που του εί­χαν κά­νει ο Ν. Λά­ζα­ρης και ο Γ. Πα­τί­λης, στο Πλανό­διον τον Ο­κτώ­βριο του 1995. Και βρή­κα μέ­σα α­πό τον λι­τό και χα­μη­λό­φω­νο λό­γο της, μια λυ­τρω­τι­κή ε­κλε­κτι­κή συγ­γέ­νεια με σκέ­ψεις, φό­βους κι α­γω­νί­ες μου. Ό­ταν η τέ­χνη μέ­σα α­πό τις μορ­φές και τις δια­τυ­πώ­σεις της κα­τα­φέρ­νει να συνα­ντή­σει τον άλ­λο, και κα­θη­συ­χά­ζει χω­ρίς να ε­ξω­ρα­ϊ­ζει το φό­βο, α­πλώς και μό­νο δί­νο­ντάς του σχή­μα και χώ­ρο για να υ­πάρ­ξει αλ­λιώς, εί­ναι ση­μα­ντική. Στο ποί­η­μα Ό­σο εί­ναι και­ρός, μι­λά­ει α­κρι­βώς γι’ αυ­τό 

 Μέ­σα μου κά­τι ά­γνω­στο 

και σιω­πη­λό.  

 Ό­σο εί­ναι και­ρός, 

σε ποί­η­μα  
να το ο­δη­γή­σω.  

 Ν’ α­πο­μο­νώ­σω  

τη σκο­τει­νή του δύ­να­μη.   

Κά­πως έ­τσι ξε­τυ­λί­χθη­κε η ποί­η­σή του μέ­σα μου. Με κέρ­δι­σε ο τρό­πος που πα­ρατη­ρεί και πε­ρι­γρά­φει στιγ­μιό­τυ­πα της κα­θη­με­ρι­νό­τη­τας, με γλώσ­σα α­πλή χωρίς εκ­ζη­τή­σεις, κα­τορ­θώ­νο­ντας με σο­φί­α να α­φή­σει χώ­ρο για το ου­σια­στι­κό (το ο­ποί­ο α­πορ­ρέ­ει συ­χνά σιω­πη­ρά), ό­πως πο­λύ εύ­στο­χα προ­τεί­νε­ται στο ποί­ημα πε­ρί Ποι­η­τι­κής Τέ­χνης, το δέ­ντρο κρα­τά­ει μό­νο τα άν­θη που θα φέ­ρουν καρ­πό.  
 
 
 
Ας  δού­με το δέ­ντρο  
Τι κά­νει σε και­ρό αν­θο­φο­ρί­ας.  
Κα­νό­νας  
δεν κρα­τά­ει πο­τέ  
ό­λα τα άν­θη του  
πολ­λά τα ρί­χνει  
 
Στην ποί­η­σή του ε­πι­ση­μαί­νει και α­να­δει­κνύ­ει α­πό ο­λό­κλη­ρο το σκη­νι­κό, την λε­πτο­μέ­ρεια ε­κεί­νη α­πό την ο­ποί­α μπο­ρεί να α­να­δυ­θεί ο μέ­σα κό­σμος. Και δεν γρά­φει μό­νο έ­τσι, αλ­λά με τον ί­διο τρό­πο λει­τουρ­γεί και ως α­να­γνώ­στης. Το δια­πί­στω­σα α­πό τις ε­πι­στο­λές που μου εί­χε στεί­λει με α­φορ­μή δύ­ο βι­βλία μου, μια ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή το 1999 και μια συλ­λο­γή δι­η­γη­μά­των το 2007. Τα σχό­λια και οι προ­τι­μή­σεις του, η ε­κτί­μη­ση της υ­παι­νι­κτι­κό­τη­τας στα κεί­με­νά μου, εί­χαν σί­γου­ρα την υ­πο­γρα­φή του ποι­η­τή των ποι­η­μά­των που α­γα­πού­σα. Παρ’ ό­λο που τα ε­ρε­θί­σμα­τα και τα το­πί­α στο έρ­γο του εί­ναι κοι­νά, μια και μι­λά­ει για κα­φε­νεί­α, κυ­ρια­κά­τι­κα πρω­ι­νά, σού­περ μάρ­κετ, δρό­μους και δρο­μο­λό­για που ε­πα­να­λαμ­βά­νο­νται, το υ­πόρ­ρη­το ω­στό­σο εί­ναι τό­σο ι­σχυ­ρό που ση­μα­δεύ­ει τον α­να­γνώ­στη, δεν α­φή­νει πε­ρι­θώ­ρια δια­φυ­γής, και λέ­ω δια­φυ­γής, για­τί η ποί­η­ση του Χρί­στου Λά­σκα­ρη εί­ναι σαν το βλέμ­μα του, ευ­θύ­βο­λη και μα­γνη­τική, με μια με­λαγ­χο­λί­α που δεν κρύ­βει την κύ­ρια, α­πό τις λί­γες βε­βαιό­τη­τες, που συ­χνά ε­πι­κα­λεί­ται, πως ό­λα τε­λειώ­νου­νε σ’ έ­να μο­νό κρε­βά­τι, εί­τε πρό­κει­ται για την μο­να­ξιά, εί­τε για τον θά­να­το που α­πο­τε­λεί και θε­μα­τι­κή εμ­μο­νή του. 
Βε­βαιώ­θη­κα γι’ αυ­τό το α­σκη­μέ­νο βλέμ­μα ό­ταν τον γνώ­ρι­σα α­πό κο­ντά στα Λε­χαι­νά, σε μια εκ­δή­λω­ση που έ­κα­νε ο Διο­νύ­σης Κρά­γκα­ρης και η ο­μά­δα Φράγμα, τον Δε­κέμ­βριο του 2006 για το Πλα­νό­διο και τον Γιάν­νη Πα­τί­λη. Αν και ή­ταν ή­δη άρ­ρω­στος και κα­τα­βε­βλη­μέ­νος, αλ­λά με κα­λή διά­θε­ση, τα λί­γα που εί­πα­με μου συ­μπλή­ρω­σαν την ει­κό­να. Τον Γε­νά­ρη του 2007 τον εί­δα­με για τε­λευ­ταί­α φορά στην Πά­τρα, στο ου­ζε­ρί Ά­δω­νις ό­που σύ­χνα­ζε τα τε­λευ­ταί­α χρό­νια, ό­ταν έ­κλει­σε το προ­η­γού­με­νο που πή­γαι­νε κι α­να­γκά­στη­κε να αλ­λά­ξει στέ­κι, καθ’ ότι πο­λύ δύ­σκο­λος α­κό­μα και στις πα­ρα­μι­κρό­τε­ρες αλ­λα­γές. Ήρ­θε ό­πως πά­ντα κα­λο­ντυ­μέ­νος, πε­ρι­ποι­η­μέ­νος, με μά­τια ζω­ντα­νε­μέ­να α­πό την χα­ρά της συ­νάντη­σης, που ό­μως δεν σου ε­πέ­τρε­παν να τον συ­μπο­νέ­σεις, ού­τε να τον πα­ρη­γο­ρήσεις με ψεύ­τι­κες ελ­πί­δες και λό­για πε­ριτ­τά, α­ξιο­πρε­πής. Τις λί­γες φο­ρές που μι­λή­σα­με έ­κτο­τε στο τη­λέ­φω­νο, η φω­νή του χα­μή­λω­νε, έ­σβη­νε προ­ο­δευ­τι­κά, παρ’ ό­λο που πά­ντα στο τέ­λος της συ­νο­μι­λί­ας ε­πι­κρα­τού­σε μια γεν­ναιό­δωρη ελ­πί­δα πως ναι, σύ­ντο­μα θα ξα­να­συ­να­ντη­θού­με.
Και ξα­να­συ­να­ντη­θή­κα­με, ό­χι μό­νο ε­πει­δή πή­γα­με στην Πά­τρα, και μι­λή­σα­με με την γυ­ναί­κα του την Τα­σί­α, ώ­ρες πολ­λές κοι­τώ­ντας τον μέ­σα α­πό πα­λιές φωτο­γρα­φί­ες, αλ­λά για­τί η συ­νά­ντη­ση με την ποί­η­ση δεν πε­ριο­ρί­ζε­ται α­πό το χρό­νο. Πό­σο μάλ­λον ό­ταν η ποί­η­ση αυ­τή συ­νο­μι­λεί με τον βα­θύ, με τον ε­σώ­τε­ρο εαυ­τό. 

 

Τελευταία Ανανέωση:
Κυρ, 05/22/2011 - 12:11