Η θυμωμένη του Ντεγκά (περ. Ύλαντρον τχ. 5 Νοέμβριος 2003)

  

 Η θυμωμένη του Ντεγκά (περ. Ύλαντρον τχ. 5 Νοέμβριος 2003)

 
Γράφει η Ηρώ Νικοπούλου
Η θυμωμένη του Ντεγκά
 
 
Η α­τμό­σφαι­ρα που ε­πι­κρα­τού­σε ή­ταν ε­κρη­κτι­κή. Δεν ή­ταν η πρώ­τη φο­ρά που μάλω­ναν. Πά­ντα ό­λο και κά­τι πα­ρου­σια­ζό­ταν σαν α­φορ­μή για δια­φω­νί­ες και μικρο­κα­βγά­δες, αυ­τή τη φο­ρά ό­μως τα πράγ­μα­τα εί­χαν ο­ξυν­θεί ε­πι­κίν­δυ­να. Οι κοπέ­λες ή­ταν τρο­με­ρά α­να­στα­τω­μέ­νες. Οι πε­ρισ­σό­τε­ρες ή­ταν κα­τα­κόκ­κι­νες όχι α­πό το χο­ρό αλ­λά α­πό θυ­μό. Υ­πήρ­χαν και δυο-τρεις που εί­χαν χά­σει τε­λεί­ως το χρώ­μα τους και ή­ταν ά­σπρες, σαν να ξέ­χα­σε κά­ποιος να τις χρω­μα­τί­σει. Η συ­ζή­τη­ση ξε­κί­νη­σε α­πό την πιο εύ­σω­μη, μια κοκ­κι­νο­μάλ­λα, που δυ­σα­να­σχέ­τη­σε για την θέ­ση της, για­τί την έ­βα­λαν στη δεύ­τε­ρη σει­ρά; Αυ­τή έ­πρε­πε να βρί­σκε­ται ο­πωσ­δή­πο­τε στην πρώ­τη, του­λά­χι­στον! Πριν προ­λά­βει να ε­πι­χει­ρη­μα­τολο­γή­σει, μπή­κε στην κου­βέ­ντα μια εύ­θραυ­στη ξαν­θιά, που εί­χε α­κρι­βώς την αντί­θε­τη γνώ­μη. Ί­σα-ί­σα που ε­σύ λό­γω ύ­ψους -πε­ριο­ρί­στη­κε δια­κρι­τι­κά- θα έ­πρεπε να εί­σαι α­κό­μη πιο πί­σω, για­τί φαί­νε­σαι ό­που και να σε βά­λουν, δεν έ­χεις πρό­βλη­μα, ε­νώ ε­γώ και κά­ποιες άλ­λες στο δι­κό μου ύ­ψος, χα­νό­μα­στε μέ­σα στο μπου­λού­κι, και δεν θα σχο­λιά­σω το θέ­μα των ρού­χων, …μα εί­ναι του­λά­χι­στον απα­ρά­δε­κτα… και ά­σπρα; Κα­λά, εί­μαι σί­γου­ρη πως αν ε­πι­μεί­νουν στο ά­σπρο, δεν θα φαί­νε­ται τί­πο­τα στο τέ­λος, ει­δι­κά α­πό μα­κριά, πλή­ρης α­πο­τυ­χί­α.
            Τι να πω τό­τε κι ε­γώ; Α­κού­στη­κε μια λε­πτή φω­νή α­πό το βά­θος, κι ό­λες γύ­ρι­σαν σχε­δόν ξαφ­νια­σμέ­νες προς το μέ­ρος της, σαν να α­γνο­ού­σαν τε­λεί­ως την πα­ρου­σί­α της μέ­χρι ε­κεί­νη τη στιγ­μή. Η κί­νη­σή τους ή­ταν ταυ­τό­χρο­νη, με μια αυ­θόρμη­τη ο­μοιο­μορ­φί­α, και ά­φη­σε έ­να ε­λα­φρύ θρό­ι­σμα στον α­έ­ρα. Ή­ταν μια λε­πτοκα­μω­μέ­νη κο­πέ­λα με ω­χρό πρό­σω­πο και α­κα­θό­ρι­στο χρώ­μα μαλ­λιών, που τα είχε πια­σμέ­να στο πά­νω μέ­ρος του κε­φα­λιού. Εί­ναι πο­τέ δυ­να­τόν να φα­νεί τι α­κρι­βώς κά­νω ε­γώ, ε­δώ που με στρί­μω­ξαν στη γω­νί­α; Εί­ναι σαν να α­πευ­θύ­νο­μαι στον τοί­χο και ό­χι στον κό­σμο, ά­σε το ρού­χο μου που εί­ναι μα­κρύ και φαρ­δύ και δεί­χνω σαν να κο­λυ­μπά­ω μέ­σα του. Α­κού­στη­καν διά­σπαρ­τες κι άλ­λες φω­νές διαμαρ­τυ­ρί­ας «Ε­μέ­να με στε­νεύ­ει…Μα μου εί­ναι πο­λύ κο­ντό δεν το πα­ρα­τή­ρη­σε κα­νείς;…Τα πα­πού­τσια μου με χτυ­πά­νε… Δεν μας έ­χουν προ­σέ­ξει ό­σο θα ‘πρεπε…»
            Δε­ξιά στο τοί­χο ή­ταν γερ­μέ­νη μια μι­κρή. Η μι­κρό­τε­ρη μπα­λα­ρί­να απ’ ό­λες, η πιο σιω­πη­λή. Εί­χε ί­σια λε­πτά μαλ­λιά τρα­βηγ­μέ­να προς τα πί­σω και πλεγ­μέ­να σε κο­τσί­δα που έ­πε­φτε στη πλά­τη της. Το πρό­σω­πό της ή­ταν σο­βα­ρό και έ­μοιαζε λυ­πη­μέ­νο, για μια στιγ­μή έ­σκυ­ψε κι έ­δε­σε τις μα­λα­κές κορ­δέ­λες α­πό τις πουά­ντ της, ύ­στε­ρα ση­κώ­θη­κε έ­φε­ρε τα χέ­ρια πί­σω α­πό τη μέ­ση της κι α­κού­μπη­σε με τις πα­λά­μες στον τοί­χο, πα­ρα­τη­ρώ­ντας τις άλ­λες κο­πέ­λες γύ­ρω της. Η ώ­ρα περ­νού­σε, ο α­έ­ρας βά­ραι­νε κι άλ­λα­ζε σχή­μα­τα και χρώ­μα­τα α­νά­λο­γα με τις κινή­σεις των κο­ρι­τσιών, που άλ­λο­τε έ­φτια­χναν μι­κρά πη­γα­δά­κια ό­μοια με λου­λού­δια και έ­γερ­ναν ό­λες προς τα μέ­σα συ­ζη­τώ­ντας χα­μη­λό­φω­να το πρό­βλη­μα τους, κι άλ­λο­τε με μι­κρά νευ­ρι­κά βή­μα­τα άλ­λα­ζαν πη­γα­δά­κι, προ­σπα­θώ­ντας να μετα­πεί­σουν τις α­ντί­πα­λες.
            «Για μια στιγ­μή!», φώ­να­ξε η κοκ­κι­νο­μάλ­λα δυ­να­τά, οι ο­μι­λί­ες χα­μή­λω­σαν, ό­λες στρά­φη­καν προς το μέ­ρος της, «…α­ντί να συ­ζη­τά­με και να τσα­κω­νό­μα­στε για τις θέ­σεις που μας έ­δω­σαν, για­τί δεν δο­κι­μά­ζου­με να τις αλ­λά­ξου­με μό­νες μας;» Ε­πι­κρά­τη­σε α­μη­χα­νί­α. Οι κο­πέ­λες στα­μά­τη­σαν να καυ­γα­δί­ζουν και βάλ­θηκαν να κοι­τούν ε­ρω­τη­μα­τι­κά η μια την άλ­λη, κα­τά­μα­τα. Ύ­στε­ρα άρ­χι­σαν να κινού­νται α­νε­παί­σθη­τα στο χώ­ρο. Η κί­νη­σή τους στην αρ­χή ή­ταν διε­ρευ­νη­τι­κή, δεν εί­χε τη χά­ρη της κί­νη­σης που εί­ναι προ­κα­θο­ρι­σμέ­νη και δου­λε­μέ­νη για και­ρό. Σι­γά-σι­γά ό­μως άρ­χι­σαν να στρο­βι­λί­ζο­νται πιο ά­νε­τα, πυ­κνώ­νο­ντας και α­ραιώ­νο­ντας δη­μιουρ­γού­σαν α­πρό­ο­πτα μι­κρά σύ­νο­λα. Τώ­ρα μέ­σα α­πό την κίνη­ση οι θέ­σεις ε­ναλ­λάσ­σο­νταν και ού­τως ή άλ­λως κα­μιά δεν προ­λά­βαι­νε να ασχο­λη­θεί με την θέ­ση των υ­πο­λοί­πων, για­τί κά­θε μια ή­ταν προ­ση­λω­μέ­νη στη δική της.
            Στο διά­δρο­μο α­κού­στη­καν συρ­τά βή­μα­τα να πλη­σιά­ζουν, τα κο­ρί­τσια ό­μως ή­ταν α­πορ­ρο­φη­μέ­να και δεν ά­κου­σαν τί­πο­τα. Η πόρ­τα ά­νοι­ξε α­πό­το­μα κι ό­λες πάγω­σαν.
 
            Ο Ντε­γκά δεν συ­νή­θι­ζε να τρώ­ει αρ­γά τα βρά­δια. Χθες ό­μως την πά­τη­σε, κι ή­ταν α­δύ­να­τον να τον πά­ρει ο ύ­πνος, το φα­γη­τό σε συν­δυα­σμό με το αλ­κο­όλ έ­κα­ναν με­γά­λη ζη­μιά, το στο­μά­χι του τού υ­πεν­θύ­μι­ζε συ­νε­χώς την α­τα­σθα­λί­α. Μπή­κε στο ερ­γα­στή­ριο με ξι­νι­σμέ­να α­πό τη δυ­σπε­ψί­α μού­τρα. Μό­λις εί­χε χα­ρά­ξει και φο­ρού­σε α­κό­μη το σκού­φο του. Έ­τρι­ψε τα μά­τια του δυ­να­τά με λυ­γι­σμέ­νους τους δεί­κτες των χε­ριών και τις πα­λά­μες προς τα έ­ξω, σαν α­γου­ρο­ξυ­πνη­μέ­νο παι­δί και στρά­φη­κε προς το μέ­ρος των κο­ρι­τσιών. Κοί­τα­ξε για κά­μπο­ση ώ­ρα το έρ­γο του, μέ­νο­ντας α­κί­νη­τος. Στο πρό­σω­πό του ε­ναλ­λασ­σό­ταν η δυ­σπι­στί­α, η έκ­πλη­ξη ως και ο θυ­μός. «Μα, δεν το θυ­μά­μαι έ­τσι» ψι­θύ­ρι­σε στο τέ­λος, «τι διά­ο­λο, ξέ­χα­σα τι ζω­γρά­φι­σα, ξε­χνά­ω τι κά­νω;» «Πώς εί­ναι δυ­να­τόν να έ­βα­λα αυτή την εύ­σω­μη φι­γού­ρα τό­σο μπρο­στά; Αυ­τή κο­ντεύ­ει να πέ­σει έ­ξω απ’ το τε­λάρο! Και τι έ­ντο­νο κόκ­κι­νο εί­ναι αυ­τό στα μαλ­λιά; …Ω­ραί­ος σχη­μα­τι­σμός ό­μως ο υ­πό­λοι­πος, συν­θε­τι­κά στέ­κε­ται, …αν και κά­τι δεν μου κολ­λά­ει, που δεν μπορώ α­κό­μα να το ε­ντο­πί­σω… αλ­λά πό­τε το δού­λε­ψα, δεν μπο­ρώ να θυ­μη­θώ… Τί­πο­τα… δεν πρέ­πει να ξα­να­πιώ ού­τε λι­κέρ α­φού με χα­λά­ει τό­σο…» Έ­ξυ­σε α­μή­χα­να το κε­φά­λι του, «Και τώ­ρα πώς θα το συ­νε­χί­σω… αυ­τό μοιά­ζει σαν να ζω­γρα­φί­στη­κε α­πό μό­νο του, ε­ρή­μην μου…για να δού­με… βέ­βαια σί­γου­ρα θα α­πα­λύ­νω το κόκ­κινο στα μαλ­λιά αυ­τής της φι­γού­ρας και να την έ­βα­ζα πιο πί­σω;…ό­χι, ό­χι με τίπο­τα…θα χα­λά­σει η σύν­θε­ση… μπο­ρώ ό­μως να προ­σθέ­σω λί­γο χρώ­μα στα ρού­χα τους, πα­στέλ α­πα­λό…». Ό­σο σκε­φτό­ταν το χέ­ρι του δού­λευε γρή­γο­ρα. Α­να­κά­τευε τα χρώ­μα­τα στην πα­λέ­τα ψά­χνο­ντας για το συ­γκε­κρι­μέ­νο που φα­ντά­στη­κε. Ό­ταν το ‘βρι­σκε ά­φη­νε μι­κρούς α­να­στε­ναγ­μούς και δού­λευε α­κό­μα πιο γρή­γο­ρα. Μι­σό­κλει­σε τα μά­τια κι α­πο­μα­κρύν­θη­κε για να δει πιο κα­θα­ρά. Ναι, άρ­χι­σε να ε­πα­να­κτά τον έ­λεγ­χο, έ­νιω­θε ή­δη κα­λύ­τε­ρα. Δού­λε­ψε ως αρ­γά το α­πό­γευ­μα χωρίς δια­κο­πή. Έ­ξω στο δρό­μο ά­να­βαν έ­να-έ­να τα φα­νά­ρια για το βρά­δυ. Κά­θι­σε στην πο­λυ­θρό­να που βρι­σκό­ταν στην άλ­λη ά­κρη του ερ­γα­στη­ρί­ου κι ά­να­ψε έ­να πού­ρο. Κοί­τα­ζε ι­κα­νο­ποι­η­μέ­νος το έρ­γο του. «Ω­ραί­α, λί­γο α­κό­μα και τε­λειώ­νου­με» σκέ­φτη­κε κι έ­στρε­ψε τα μά­τια του προς το πα­ρά­θυ­ρο, του ά­ρε­σε να χα­ζεύει τους πε­ρα­στι­κούς κά­τω στο δρό­μο. Με­ρι­κές φο­ρές σκε­φτό­ταν πως τους έ­κλε­βε χω­ρίς να το ξέ­ρουν. Έ­κλε­βε τις κι­νή­σεις τους, τα χρώ­μα­τά τους, πα­ρα­τη­ρού­σε πώς έ­πε­φτε το φως πά­νω στα πρό­σω­πα, πώς αλ­λοιώ­νο­νταν οι εκ­φρά­σεις. Γύρι­σε ξα­νά προς το μι­σο­τε­λειω­μέ­νο έρ­γο και τό­τε την εί­δε για πρώ­τη φο­ρά!
            Δε­ξιά στον τοί­χο ή­ταν γερ­μέ­νη μια μι­κρή, η μι­κρό­τε­ρη μπα­λα­ρί­να του πί­νακα. Εί­χε λε­πτά ί­σια μαλ­λιά τρα­βηγ­μέ­να προς τα πί­σω και πλεγ­μέ­να σε κο­τσί­δα που έ­πε­φτε στην πλά­τη της. Το πρό­σω­πό της ή­ταν σο­βα­ρό, σχε­δόν θυ­μω­μέ­νο, είχε τα χέ­ρια πί­σω α­πό την μέ­ση κι α­κου­μπού­σε με τις πα­λά­μες στον τοί­χο. Πώς δεν την εί­χε προ­σέ­ξει ως τώ­ρα; Βρι­σκό­ταν έ­ξω α­πό τους σχη­μα­τι­σμούς των άλ­λων κο­ρι­τσιών, έ­μοια­ζε σαν να τα πα­ρα­τη­ρού­σε και μά­λι­στα στο ύ­φος της πρόσε­ξε κά­τι ε­πι­κρι­τι­κό. Η φι­γού­ρα του μι­κρού κο­ρι­τσιού με το ά­γου­ρο σώ­μα, το ασχη­μά­τι­στο στή­θος και το έ­ντο­νο βλέμ­μα, τον έ­φε­ρε σε α­μη­χα­νί­α. Α­πό πού ξεφύ­τρω­σε; «Μα πό­τε τη ζω­γρά­φι­σα τού­τη ε­δώ;». Προ­σπά­θη­σε να συμ­βι­βά­σει μέ­σα του τα πράγ­μα­τα. Τέ­λος πά­ντων κά­που θα την βό­λευε.
            Κό­ντευαν με­σά­νυ­χτα, ο Ντε­γκά βρι­σκό­ταν σε με­γά­λη έ­ξα­ψη. Ό­σο κι αν έ­ψα­ξε όλες αυ­τές τις ώ­ρες, δεν βρή­κε λύ­ση. Η μι­κρή μπα­λα­ρί­να δεν χω­ρού­σε που­θε­νά στο πί­να­κα. Έ­μοια­ζε σαν ξέ­νο σώ­μα. Ή­ταν ξέ­νο σώ­μα έ­τσι ό­πως στε­κό­ταν α­μέ­το­χη πα­ρά­με­ρα. Ω­στό­σο του ά­ρε­σε τό­σο πο­λύ, που ού­τε καν δια­νο­ή­θη­κε να την σβή­σει. Του προ­κα­λού­σε έ­να εί­δος σε­βα­σμού που ή­ταν α­κα­τα­μά­χη­τος, πιο δυ­να­τός κι α­πό γο­η­τεί­α. Ρί­χτη­κε γι’ άλ­λη μια φο­ρά στην πο­λυ­θρό­να του α­πο­κα­μω­μέ­νος. «Κά­ποια λύ­ση πρέ­πει να υ­πάρ­χει, αλ­λά ποια; Ποια; Τι άλ­λο μπο­ρώ να κά­νω; Τι να κά­νω ε­γώ πε­ρισ­σό­τε­ρο, ό­ταν αυ­τή δε συ­νερ­γά­ζε­ται», σκέ­φτη­κε, «…τι να κάνω που αυ­τή θέ­λει να εί­ναι μό­νη της». Έ­να μι­κρό φω­τά­κι ά­στρα­ψε στο νου του. Τι εί­πε; τι θέ­λει, λέ­ει, αυ­τή; Πε­τά­χτη­κε α­πό την πο­λυ­θρό­να, άρ­πα­ξε τα κάρ­βουνα και το μπλοκ με τα χο­ντρά χαρ­τιά κι άρ­χι­σε να σχε­διά­ζει σαν τρε­λός, την μι­κρή μπα­λα­ρί­να μό­νη της. Την σχε­δί­α­σε απ’ ό­λες τις πλευ­ρές, μπρος - πί­σω - πλά­ι και σε κά­το­ψη. Ό­σο το κάρ­βου­νο ορ­μού­σε στο χαρ­τί, τό­σο το μι­κρό κορ­μά­κι ί­σιω­νε και τε­ντω­νό­ταν. Το παι­δι­κό της στή­θος ή­ταν προ­τε­τα­μέ­νο τώ­ρα προκλη­τι­κά κι εί­χε τα χέ­ρια της πια­σμέ­να πί­σω, με τα δά­χτυ­λα ε­λα­φρώς πλεγ­μέ­να. Το κε­φά­λι α­να­ση­κώ­θη­κε και το θυ­μω­μέ­νο της ύ­φος έ­γι­νε τώ­ρα υ­πε­ρο­πτι­κό. Πρό­σε­ξε ό­λες τις λε­πτο­μέ­ρειες, α­πο­φά­σι­σε πως το ρού­χο έ­πρε­πε να εί­ναι πιο μα­λα­κό, και μια κορ­δέ­λα στα μαλ­λιά. Ύ­στε­ρα ό­ρι­σε τις δια­στά­σεις.
            Πή­ρε έ­να φαρ­δύ πι­νέ­λο και την έ­σβη­σε α­πό τον πί­να­κα. Ξη­μέ­ρω­νε, τα σχέ­δια είχαν τε­λειώ­σει.
            Ό­λα ή­ταν έ­τοι­μα για το πρώ­το εκ­μα­γεί­ο και το χυ­τή­ριο.
 
 
 
2003-11-01-Η θυμωμένη του Ντεγκά (περ. Ύλαντρον τχ. 5 Νοέμβριος 2003)
  
Τελευταία Ανανέωση:
Τρί, 03/29/2011 - 09:16