"Το παζάρι" (περ. Πλανόδιον τχ. 36, Ιούνιος 2003)
Περ. Πλανόδιον τχ. 36, Ιούνιος 2003
Το Παζάρι
Το κατέβασμα στην Αθήνα για ψώνια είχε περάσει από πολλά στάδια διαπραγματεύσεων με τη μαμά. Το πρώτο αφορούσε το τι μου έταζε εκείνη για να με καταφέρει να πάω μαζί της, το δεύτερο τό τι θα έπρεπε να ζητήσω εγώ και τι όχι, και το κυριότερο σημείο τριβής μεταξύ μας ήταν το θέμα της ποσότητας. Πόσα παγωτά, ας πούμε, επιτρέπεται να φάω, πόσα κουλούρια, πόσες τσίχλες. Για μένα το θέμα της ποσότητας αποτελούσε πάντα ένα πρόβλήμα, μάλλον λόγω του ότι δεν μπορούσα να καταλάβω το πολύ και το λίγο, απλώς αυτές οι τιμές δεν υπήρχαν για μένα, δεν ήταν καταχωρημένες μέσα στα φοβερά κουτάκια στα οποία ταξινομούνται συχνά εν αγνοία μας, οι έννοιες, οι πληροφορίες, τα ερεθίσματα και τα λοιπά. Τέλος πάντων, μέχρι κάποια ηλικία, που δεν υπήρχαν αντικειμενικά σθεναρές αντιστάσεις εκ μέρους μου, κάπως τα βολεύαμε.


Κόντευε μεσημέρι, είχα αρχίσει να κουράζομαι. Μπήκαμε σ’ ένα μαγαζάκι στενό και υπόγειο. Εκτός από την χαρακτηριστική μυρωδιά που είχαν όλα τα προηγούμενα και που κόντευα να την συνηθίσω, αυτό είχε και μια ακόμα, το έντονο άρωμα της ιδιοκτήτριας, που προσπαθούσε λες απελπισμένα να καλύψει όλες τις άλλες. Το κράμα ήταν εκρηκτικό. Η μαμά κοιτούσε ένα πράγματι όμορφο μπουφέ με καθρέφτη και σκαλιστά κολωνάκια, στο χρώμα της καρυδιάς. Το ξύλο ήταν στεγνό, στιλπνό, αψεγάδιαστο μέσα στο χρόνο, πολύ παλιό κομμάτι, επισήμανε η γυναίκα με κομπασμό, σουφρώνοντας τα χείλια. Όταν μετά από λίγο πέρασε η στιγμή του γνήσιου θαυμασμού μπροστά στο ωραίο κι άρχισε το παζάρι αποσύρθηκα στο βάθος του μικρού δωματίου και χάζευα κάτι αιγυπτιακά μπιμπελό. Έπιασα ένα μικρό μπρούτζινο κύπελλο που ήταν στολισμένο με γαλάζιες πέτρες, το στριφογύριζα στα δάχτυλά μου κι αναρωτιόμουν σε τι να χρησίμευε. Δεν ήταν προφανής
η χρήση του, θα μπορούσε να λειτουργήσει από βάζο ως κηροπήγιο αλλά και για τις δύο περιπτώσεις ήταν χοντροκομμένο, επιπλέον από αισθητική άποψη βρισκόταν στα όρια του κιτς. Ξαφνικά άκουσα δίπλα μου ψιθυριστή τη φωνή της μαμάς να με προτρέπει…, πάρτο, την κοίταξα χαζά, τα μάτια της είχαν σκληρύνει…, τώρα που δεν κοιτάει…, διέταξε…, στη τσέπη του μπουφάν σου, και μου ‘σπρωξε το χέρι προς τα κάτω ενώ με το σώμα της με έκρυβε ολόκληρη. Το αιγυπτιακό κύπελλο κρύφτηκε στην τσέπη του μπουφάν, τα μάτια της μαμάς κρύφτηκαν κάτω από τη μάσκαρα κι ένα βιαστικό χαμόγελο προς την γυναίκα του μαγαζιού την στιγμή που βγαίναμε από την πόρτα.

Εγώ όμως δεν είχα να κρυφτώ πια, πουθενά από τότε.
2003-06-01-Περ. Πλανόδιον τχ. 36, Ιούνιος 2003
Τελευταία Ανανέωση:
Τρί, 05/24/2011 - 19:59
Τρί, 05/24/2011 - 19:59