"Η διεκδίκηση" (περ. Πλανόδιον, ιστολόγιο Ιστορίες Μπονζάι, Δεκέμβριος 2010)

  

Πρώτη δημοσίευση: Ιστολόγιο του περ. Πλανόδιον Ιστορίες Μπονζάι 

 

 

 

Ἡ δι­εκ­δί­κη­ση

 

 

Δε θα μου δώ­σεις ἀ­π’ τὸ πα­γω­τό σου;  

— Ὄ­χι, τῆς ἀ­πάν­τη­σα ξε­ρά.

— Μὰ ἔ­λα δῶ­σ’ μου, ἐ­πέ­μει­νε, μοῦ τὸ εἶ­χες ὑ­πο­σχε­θεῖ.

Γύ­ρι­σα καὶ τῆς ἔ­ρι­ξα φαρ­μα­κε­ρὴ μα­τιὰ.

— Πό­τε; τὴν ρώ­τη­σα.

— Πῶς, ἀ­φοῦ εἴ­μα­στε φί­λες…, καὶ βί­δω­σε μὲ ἡ­μι­κυ­κλι­κὴ κί­νη­ση τὸ δε­ξί της πό­δι στὸ πε­ζο­δρό­μιο.

Ἔ­γλυ­φα τὸ πα­γω­τό μου ὅ­σο πιὸ προ­κλη­τι­κὰ κι ἡ­δο­νι­κὰ μπο­ροῦ­σα κα­τα­βάλ­λον­τας ταυ­το­χρό­νως προ­σπά­θεια νὰ ἀν­τα­πε­ξέλ­θω τοὺς πε­ρι­σπα­σμοὺς τῆς κα­τσα­ρῆς ἔν­ρι­νης φω­νῆς της.

— Ἀ­φοῦ εἴ­μα­στε…, ἐ­πα­νέ­λα­βε ἔν­το­να.

Δὲν ἀ­πάν­τη­σα.

— Τί, δὲν εἴ­μα­στε; Εἶ­χε φέ­ρει τὸ πρό­σω­πό της ἱ­κε­τευ­τι­κὰ κον­τὰ στὸ δι­κό μου κι ἔ­ψα­χνε γιὰ τὰ μά­τια μου. Κρύ­φτη­κα πί­σω ἀ­πὸ μιὰ γεν­ναί­α χα­ψιά. Δὲν μί­λη­σε γιὰ λί­γο κι εἶ­πα πὼς τὸ πῆ­ρε ἀ­πό­φα­ση, πὼς πα­ραι­τή­θη­κε, κι ἄρ­χι­σα νὰ χα­λα­ρώ­νω. Ἤ­μα­σταν κα­θι­σμέ­νες στὸ μο­να­δι­κὸ κε­ρα­μι­δὶ παγ­κά­κι τοῦ σταθ­μοῦ, τὰ ὑ­πό­λοι­πα, γιὰ ἄ­γνω­στο λό­γο, ἦ­ταν πρά­σι­να. Ὅ­σο ἔ­τρω­γα κου­νοῦ­σα τὰ πό­δια μου ρυθ­μι­κὰ καὶ τράν­τα­ζα τὸ κά­θι­σμα, κά­τι ποὺ ἤ­ξε­ρα πὼς τὴν ἐ­νο­χλοῦ­σε. Ὁ ἀ­έ­ρας ἦ­ταν ἤ­δη ζε­στὸς καὶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο γιὰ τὸ κέν­τρο μᾶς εἶ­παν πὼς θὰ περ­νοῦ­σε σὲ δέ­κα λε­πτά. Τῆς ἔ­ρι­ξα μιὰ κλε­φτὴ μα­τιά. Τὸ ὀ­στε­ῶ­δες πρό­σω­πό της γυ­ά­λι­ζε ἀ­πὸ κόμ­πους ἱ­δρώ­τα, κά­ποι­α σκόρ­πια τσου­λού­φια εἶ­χαν κολ­λή­σει στὸ φαρ­δὺ μέ­τω­πο, κοι­τοῦ­σε τὰ πα­πού­τσια της, τὰ κοί­τα­ξα κι ἐ­γώ, ἦ­ταν οἱ γνω­στὲς φθαρ­μέ­νες πρώ­ην λευ­κὲς ἐλ­βι­έ­λες, ποὺ φό­ρα­γε τὰ τε­λευ­ταῖ­α τρί­α χρό­νια σὰν νὰ μὴν με­γά­λω­νε αὐ­τὴ ὅ­πως τὰ ὑ­πό­λοι­πα παι­διά.

Τὴν Ἐλ­πι­νί­κη δὲν τὴν παί­ζα­νε στὴ γει­το­νιά, τὴν λέ­γα­νε κολ­λι­τσί­δα καὶ τὴν ἀ­πέ­φευ­γαν. Κά­τι ἐ­πά­νω της φαλ­τσά­ρι­ζε, κά­τι σπά­ρα­ζε καὶ προ­κα­λοῦ­σε. Ἐ­γὼ δὲν πο­λυ­κα­τα­λά­βαι­να, πό­τε τὴν ἔ­κα­να χά­ζι, πό­τε μὲ ἐ­νο­χλοῦ­σε. Ὅ­ταν μὲ ξε­λί­γω­νε μὲ τὴν ἐ­πι­μο­νή της γιὰ νὰ παί­ξου­με καὶ δε­χό­μουν, τὸ ἀν­τάλ­λαγ­μα ἦ­ταν ὅ­τι ἐ­γὼ θά ’­κα­να κου­μάν­το. Ἔ­παι­ζα μα­ζί της ἕ­να παι­χνί­δι ἄ­γριο καὶ πα­ρά­ξε­νο. Μό­νο μα­ζί της. Κι ἤ­μουν πάν­τα ἡ γά­τα.

Τὰ δε­κά­λε­πτα περ­νοῦν καὶ τὸ λε­ω­φο­ρεῖ­ο ἀ­κό­μα νὰ φα­νεῖ, ἡ ζέ­στη εἶ­ναι βα­ριά, προ­κα­λεῖ δύ­σπνοι­α. Δι­α­σκε­δά­ζω κά­νον­τας μὲ τὴν γλώσ­σα σχή­μα­τα στὸ πα­γω­τό μου καὶ ἀ­πο­λαμ­βά­νω τὴν μουγ­κα­μά­ρα της. Αὐ­τὴ τὴ φο­ρὰ φαί­νε­ται πὼς ἡ νί­κη ἦ­ταν εὔ­κο­λη. Τὴν λο­ξο­κοι­τά­ζω πά­λι, ἔ­χει τὸ κε­φά­λι ἀ­κό­μη σκυμ­μέ­νο, οἱ κόμ­ποι τοῦ αὐ­χέ­να εἶ­ναι ρυθ­μι­κὰ πα­ράλ­λη­λοι μὲ τὰ κλα­διὰ τῆς νε­α­ρῆς κλαί­ου­σας πί­σω ἀ­π’ τὸ φρά­χτη. Στὶς ἄ­κρες τῶν χει­λι­ῶν μί­α πα­χιὰ λευ­κὴ κόλ­λα μαρ­τυ­ρᾶ πὼς ἔ­χει κο­ριά­σει ἀ­πὸ τὴν δί­ψα. Ἡ ἀμ­φι­θυ­μί­α μου ἀρ­χί­ζει νὰ γέρ­νει πρὸς τὴν λύ­πη­ση. Ξαφ­νι­κά,

— Ἔ­τσι εἶ­σαι; μοῦ κά­νει, καὶ μὲ τα­χύ­τα­τη, ἀ­πο­φα­σι­στι­κὴ κί­νη­ση ἐκ­σφεν­δο­νί­ζει μί­α ρι­πὴ πη­χτοῦ σά­λιου ποὺ προ­σγει­ώ­νε­ται πά­νω στὸ πα­γω­τό μου, ἀ­κρι­βῶς δί­πλα ἀ­πὸ τὴν λα­χτα­ρι­στὴ φρά­ου­λα, ποὺ τὴν ἄ­φη­να γιὰ τὸ τέ­λος. Ἀ­κι­νη­το­ποι­ή­θη­κα γιὰ νὰ ἀ­πορ­ρο­φή­σω τοὺς κρα­δα­σμοὺς τοῦ πυ­ρο­βο­λι­σμοῦ. Πρὶν προ­λά­βω νὰ ἀ­να­κτή­σω τὴν αὐ­το­κυ­ρι­αρ­χί­α μου ξέ­σπα­σε σὲ θριαμβευ­τι­κὰ γέ­λια.

— Βλέ­πεις τί κα­λὴ ποὺ μπο­ρεῖς νὰ γί­νεις; τώ­ρα θὰ μοῦ τὸ δώ­σεις…

Μὲ ἀρ­γὴ τε­λε­τουρ­γι­κὴ κί­νη­ση ἁ­πλώ­νει καὶ βου­τά­ει τὸ κυ­πελ­λά­κι ἀ­πὸ τὰ χέ­ρια μου.

— …ὅ­λο…

 

 

Δὲν ξα­να­παί­ξα­με πο­τέ.

 

 

 

Τελευταία Ανανέωση:
Παρ, 02/17/2012 - 10:16