O Γιώργος Αράγης για την ποιητική συλλογή "Ανέμου" (Νέα Εστία, Μηνολόγιο, τμ.152, τχ.1749,01-10-2002)

  

Γιώρ­γος Α­ρά­γης για την ποι­η­τι­κή συλ­λο­γή Α­νέ­μου (εκ­δ. Πλα­νό­διον, Α­θή­να, 1999) (01-10-2002)
 
  
Ιω­άν­νης Σε­βα­στια­νός Ρώσσης, Η μό­νη φλό­γα, εκδΠλα­νό­διον, Α­θή­να 2001, σ. 61· Ηρώ Νι­κο­πού­λου, Ανέ­μου, εκδ. Πλα­νό­διον, Α­θή­να 1999, σ. 54
 
Πού βρί­σκε­ται σή­με­ρα η ποί­η­ση μας; Εν­νο­ώ πού βρί­σκε­ται η προφυ­λα­κή της ή, αλ­λιώς, το ε­ξε­λι­κτι­κό, της μέ­τω­πο. Πού βρί­σκο­νται οι α­να­νε­ω­τικές α­να­ζη­τή­σεις της; Ποιοί τις εκ­προ­σω­πούν; Α­σφα­λώς δεν τις εκ­προ­σω­πούν οι ποι­η­τές της δεύ­τε­ρης με­τα­πο­λε­μι­κής γε­νιάς ού­τε οι ποι­η­τές της γε­νιάς του '70. Οι σκα­πα­νείς των νέ­ων ποι­η­τι­κών δε­δο­μέ­νων εί­ναι ά­το- μα που γεν­νή­θηκαν με­τά το 1970. Ά­το­μα δη­λα­δή που έ­χουν η­λι­κί­α α­πό εί­κο­σι μέ­χρι τριά­ντα χρό­νων. Αν ρί­ξου­με μια μα­τιά στην ι­στο­ρί­α της λο­γοτε­χνί­ας, πα­ρα­τη­ρού­με ό­τι η η­λι­κί­α των ποι­η­τών που έρ­χο­νται να προ­σθέ­σουν έ­ναν νέ­ο κρί­κο στην ποί­η­ση εί­ναι αυ­τή των εί­κο­σι μέ­χρι τριά­ντα χρό­νων — το πο­λύ μέ­χρι τριά­ντα πέ­ντε. Ποιοί εί­ναι σή­με­ρα αυ­τοί οί ποι­η­τές; Κυ­κλο­φορούν ή δεν κυ­κλο­φο­ρούν τα ποι­ή­μα­τά τους;
Το σί­γου­ρο εί­ναι ό­τι οι νε­ό­τε­ροι ποι­η­τές μας δη­μιουρ­γούν μέ­σα σε κλοιό σιω­πής, γε­γο­νός που δί­νει και το μέτρο της πνευ­μα­τι­κής μα­κα­ριό­τη­τας που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τη λο­γο­τε­χνι­κή μας κοι­νό­τη­τα. Ε­νώ για το τά­δε ή το δεί­να πλα­δα­ρό πε­ζο­γρα­φι­κό κα­τα­σκεύ­α­σμα τρέ­χουν οι πά­ντες να πουν το λό­γο τους, για τους νέ­ους ποι­η­τές μας δεν λέ­γε­ται τί­πο­τα. Λες καί δεν έ­χου­με πια ποί­η­ση, πα­ρά μό­νο πε­ζο­γρα­φί­α — κι ας εί­ναι, έ­ξω α­πό ε­λά­χι­στες ε­ξαι­ρέ­σεις, υ­πο­κα­τά­στα­το του πα­λιού κου­τσο­μπο­λιού της γει­το­νιάς...
Οι ποι­η­τές για τους ο­ποί­ους θα μι­λή­σω πα­ρα­κά­τω δεν εί­ναι τόσο νέ­οι ώ­στε να α­νή­κουν στις α­κραί­ες προ­φυ­λα­κές του εί­δους. Εί­ναι γεν­νημέ­νοι πριν α­πό το 1970. Κι ω­στό­σο εί­ναι ά­γνω­στοι ή σχε­δόν, μο­λο­νό­τι ο έ­νας έ­χει εκ­δό­σει ως τώ­ρα τέσ­σε­ρις ποι­η­τι­κές συλ­λο­γές και η άλ­λη τρεις. Πρό­κει­ται για τον Ιω­άν­νη Σε­βα­στια­νό Ρώσ­ση και την Η­ρώ Νι­κο­πού­λου. Δεν εί­ναι οι μό­νοι που α­νή­κουν στην ί­δια κα­τη­γο­ρί­α. Υ­πάρ­χει έ­νας σε­βα­στός α­ριθ­μός α­ξιό­λο­γων ποι­η­τών που μέ­νουν στην α­φά­νεια.
                                      *       
Η Η­ρώ Νι­κο­πού­λου εί­ναι λί­γο νε­ό­τε­ρη α­πό τον Ρώσ­ση. Η α­φε­τη­ρί­α της πάν­τως πο­λύ δι­α­φο­ρε­τι­κή. Δεν ξε­κι­νά­ει, ό­πως ο ο­μό­τε­χνος της, με βα­σι­κή α­πο­σκευ­ή την ποι­η­τι­κή της προ­παί­δεια. Αν­τί­θε­τα, ξε­κνά­ει α­πό ε­ρω­τή­μα­τα α­να­φο­ρι­κά με το εί­ναι και το ε­γώ. Αν και δεν τα θέ­τει α­πό τη με­ριά μιας ο­ρι­σμέ­νης φι­λο­σο­φι­κής αρ­χής, αλ­λά ως ε­λεύ­θε­ρο στο­χα­σμό πά­νω σε ό,τι την αγ­γί­ζει, υ­πάρ­χει μο­λα­ταύ­τα σα­φές φι­λο­σο­φι­κό έρ­μα στα γρα­φτά της. Η πρώ­τη της συλ­λο­γή, «Ό μύ­θος του ο­δοι­πό­ρου»(1986), α­παρ­τί­ζε­ται α­πό λί­γα (31) λι­γό-στι­χα, α­νε­πί­γρα­φα, κομ­μά­τια. Έ­να βα­σι­κό χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό τους εί­ναι ό­τι ο λό­γος τους παί­ζει α­νά­με­σα στο ι­δε­α­τό και στο πραγ­μα­τι­κό, α­πο­κλί­νον­τας πε­ρισ­σό­τε­ρο προς το ι­δε­α­τό και το α­φη­ρη­μέ­νο, έ­τσι που δεν εί­ναι πάν­τα εύ­κο­λο να πα­ρα­κο­λου­θή­σεις τα νο­ή­μα­τά της. Έ­να άλ­λο, ε­πί­σης βα­σι­κό, γνώ­ρι­σμά της εί­ναι ό­τι οι στί­χοι της μοιά­ζουν σαν μέ­ρη α­νο­λο­κλή­ρω­των ποι­η­μά­των, σαν να έ­χουν α­πο­σπα­στεί δη­λα­δή α­πό ε­νό­τη­τες που α­που­σιά­ζουν α­πό τη σε­λί­δα. Στί­χοι που σε προ­δι­α­θέ­τουν για κά­ποι­α συ­νέ­χεια που ό­μως δεν υ­πάρ­χει. Στί­χοι, θα '­λε­γα, κά­πο­τε με­τέ­ω­ροι. Α­πο­τέ­λε­σμα αυ­τής της ελ­λει­πτι­κό­τη­τας εί­ναι να γί­νε­ται ως έ­να ση­μεί­ο εκ­φρα­στι­κός πα­ρά­γον­τας και η σι­ω­πή, η σι­ω­πή που νι­ώ­θεις ό­τι πε­ρι­βάλ­λει τους στί­χους σαν μια προ­έ­κτα­σή τους. Ή, αλ­λι­ώς, σαν υ­πο­νο­ού­με­νη συ­νέ­χεια που πα­ρα­λεί­πε­ται. Η Νι­κο­πού­λου δεν βά­ζει α­πο­σι­ω­πη­τι­κά στο τέ­λος των προ­τά­σε­ων ή των κομ­μα­τι­ών της, αλ­λά εί­ναι σαν να υ­πάρ­χουν. Έ­να α­κό­μα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κό των κει­μέ­νων αυ­τών εί­ναι ο α­πο­φθεγ­μα­τι­κός και κά­πο­τε α­φο­ρι­στι­κός τρό­πος που δι­α­τυ­πώ­νον­ται. Για πα­ρά­δειγ­μα, «Τα σύ­νο­ρα σου / έ­γι­ναν φυ­λα­κή μου» ή «Στά τζά­μια / η νε­ό­τη­τα μας που βι­ά­ζε­ται» ή «Τύ­ποι ο­νεί­ρου / και ί­χνη φω­τιάς / πε­ρι­δι­α­βαί­νου­νε το νου μου». Να δώ­σω ό­μως κι έ­να πλη­ρέ­στε­ρο δείγ­μα των γρα­φτών αυ­τών:
 
Κου­ρα­σμέ­νες σκέ­φεις με πλημ­μυ­ρί­ζουν
τις νύ­χτες.
Γε­μί­ζω τα χέ­ρα μου
σκι­ές
και τα­ξι­δεύ­ω
προς τα δώ­μα­τα
των α­νέ­μων.
Ο ή­λιος υ­πό­σχε­ται
έ­να θά­να­το
γε­μά­το φως α­πώ­λειας.
Φλε­γό­με­να ό­νει­ρα
α­να­παύ­ουν
τις η­με­ρή­σι­ες ο­δύ­νες.
Το δεύ­τε­ρο βι­βλί­ο της Νι­κο­πού­λου, οι Χει­με­ρι­νοί μορ­φα­σμοί (1993), βρί­σκε­ται α­πό κά­θε ά­πο­ψη στο ί­διο ε­πί­πε­δο με το πρώ­το. Δεν υ­πάρ­χει προ­χώ­ρη­μα ού­τε κά­ποι­α αλ­λα­γή προ­σα­να­το­λι­σμού. Α­παρ­τί­ζε­ται α­πό 28 λι­γό­στι­χα, α­νε­πί­γρα­φα κόμ­μα­τα. Βρί­σκου­με κι ε­δώ το φι­λο­σο­φι­κό υ­πό­βα­θρο του λό­γου, την τά­ση προς το ι­δε­α­τό και το α­φη­ρη­μέ­νο, την α­πο­σπα­σμα­τι­κή μορ­φή των κει­μέ­νων και την υ­πο­νο­ού­με­νη ά­λω της σι­ω­πής που τα πε­ρι­βάλ­λει. Το δι­α­φο­ρε­τι­κό­τε­ρο που υ­πάρ­χει εί­ναι έ­να μό­το α­πό τον Η­ρά­κλει­το στην αρ­χή κι έ­να συ­στα­τι­κό προ­λό­γι­σμα α­πό τον Νί­κο Κρα­νι­δι­ώ­τη. Και τα δυ­ο μάλ­λον πε­ριτ­τεύ­ουν.
Το 1999 κυ­κλο­φο­ρεί το τρί­το βι­βλί­ο της Νι­κο­πού­λου με τίτ­λο Ά­νε­μου. Και ξαφ­νι­κά —αλ­λά με­τά α­πό τη με­σο­λά­βη­ση έ­ξι (καί συ­νο­λι­κά δε­κα­τρι­ών) χρό­νων δεν ι­σχύ­ει το «ξαφ­νι­κά»— βρι­σκό­μα­στε μπρο­στά σ' έ­να ποι­ο­τι­κό άλ­μα. Έ­χου­με ή­δη έ­ναν τό­μο με πε­ρισ­σό­τε­ρα κεί­με­να, αρ­τι­ό­τε­ρα ως ε­νό­τη­τες, λι­γό­τε­ρο ι­δε­α­τά και α­φη­ρη­μέ­να, κον­τά στην προ­σω­πι­κή εμ­πει­ρί­α και ι­δι­αί­τε­ρα προ­χω­ρη­μέ­να στον το­μέ­α της έκ­φρα­σης. Με δυ­ο λό­για, δι­α­πι­στώ­νου­με μια με­τα­μόρ­φω­ση, τέ­τοι­α που θα την πα­ρο­μοί­α­ζα με το πέ­ρα­σμα α­πό το στά­διο της προ­νύμ­φης στο στά­διο της χρυ­σαλ­λί­δας. Πώς έ­γι­νε αυ­τό; Ό­πως γί­νε­ται λί­γο πο­λύ με ό­λους τους ποι­η­τές. Και βέ­βαι­α η ψυ­χή τους το ξέ­ρει. Να δού­με ό­μως α­πό πιο κον­τά το βι­βλί­ο. Α­νοί­γον­τας το, και πριν α­πό το κυ­ρί­ως σώ­μα, πέ­φτει το μά­τι σ' έ­να μι­κρό σή­μα (ό­χι Η­ρά­κλει­τος ού­τε κά­τι αν­τί­στοι­χο)· λί­γοι στί­χοι της ποι­ή­τριας:
 
Μ' έ­να σεν­τό­νι φεγ­γά­ρι
μ' έ­να κορ­μί δεν­τρά­κι
μ' έ­να δά­κρυ ρα­γι­σμα­τιάς.
Φα­νε­ρώ­σου.
Μοιά­ζει με τι­τί­βι­σμα που προ­α­ναγ­γέ­λει κά­τι ευ­φρό­συ­να και­νούρ­γιο. Πράγ­μα­τι, τα κεί­με­να που α­κο­λου­θούν, χω­ρίς να προ­δί­νουν το φι­λο­σο­φι­κό υ­πό­βα­θρο των προ­η­γού­με­νων συλ­λο­γών, πα­ρου­σι­ά­ζον­ται α­να­γεν­νη­μέ­να, με κύ­ριο γνώ­ρι­σμα ό­τι το βά­ρος πέ­φτει στην ποι­η­τι­κή έκ­φρα­ση της προ­σω­πι­κής πρά­ξης. Ό­χι πια το ι­δε­α­τό, αλ­λά το ι­δι­ω­τι­κά υ­λι­κό. Α­πό το άλ­λο μέ­ρος ο λό­γος παύ­ει να '­ναι σφιγ­μέ­νος, γί­νε­ται πιο α­να­λυ­τι­κός, τεί­νον­τας να α­πο­δώ­σει με αρ­τι­ό­τη­τα το ε­κά­στο­τε θέ­μα του. Ε­ξα­κο­λου­θεί να εί­ναι πά­λι ως έ­να ση­μεί­ο ελ­λει­πτι­κός, αλ­λά τώ­ρα η έλ­λει­πτι­κό­τη­τα αυ­τή εί­ναι της τά­ξης που προ­σι­διά­ζει γε­νι­κά στον ποι­η­τι­κό λό­γο. Η ποι­ή­τρια, μ' άλ­λα λό­για, έ­χει α­σκη­θεί πά­νω στο πρό­βλη­μα της έκ­φρα­σης σε βαθ­μό που να χει­ρα­γω­γεί το λό­γο της.
 
Ξέ­ρω
για να γευ­τώ τ' α­ρώ­μα­τα
πρέ­πει στους ά­νε­μους
να δο­θώ α­νυ­πε­ρά­σπι­στη
κα­θώς
ά­γρα­φο φύλ­λο
σ' α­γνώ­στου χέ­ρια.
Μο­λα­ταύ­τα, φαί­νε­ται πως τη γο­η­τεύ­ει η εκ­φρα­στι­κή α­κρο­βα­σί­α. Α­κό­μα ό­μως και στις πε­ρι­πτώ­σεις που α­κρο­βα­τεί ε­νερ­γεί ή­δη με ποι­η­τι­κούς ό­ρους. Έ­χει βρεί την πυ­ξί­δα της και δεν πρό­κει­ται πια να χά­σει το δρό­μο της.
Για τί πράγ­μα ό­μως γρά­φει α­κρι­βώς η Νι­κο­πού­λου, ποι­ο εί­ναι το αν­τι­κεί­με­νό της; Ό­σο μπο­ρώ να κρί­νω υ­πάρ­χει γε­νι­κά στα γρα­φτά της έ­να κε­νό ύ­παρ­ξης ή, αλ­λι­ώς, κά­τι το α­νι­κα­νο­ποί­η­το. Οι προ­σμο­νές του ποι­η­τι­κού ε­γώ α­πέ­χουν κα­τά πο­λύ α­πό τις πραγ­μα­τώ­σεις. Πα­ρα­τη­ρεί­ται μια συ­νε­χής έκ­πτω­ση του πραγ­μα­τι­κού α­πέ­ναν­τι στις εν­δό­μυ­χες τά­σεις. Κι αυ­τό συμ­βαί­νει σε ό­λες τις μορ­φές με τις ο­ποί­ες εκ­δη­λώ­νε­ται η ζω­ή. Ί­σως να λαν­θά­νει βα­θύ­τε­ρα ο παι­δι­κός πα­ρά­δει­σος, δεν α­πο­κλεί­ε­ται. Ό­μως ε­δώ έ­χου­με να κά­νου­με με κά­τι δι­α­φο­ρε­τι­κά προσ­δι­ο­ρι­σμέ­νο. Ο­τι­δή­πο­τε α­πο­κλεί­ει την πλη­ρό­τη­τα, εί­τε α­που­σί­α το πού­με εί­τε α­νε­παρ­κή πα­ρου­σί­α εί­τε ελ­λει­πτι­κή εμ­πει­ρί­α, παίρ­νει τη μορ­φή του κα­θη­με­ρι­νού και μη θα­νά­του. Ο θά­να­τος εί­ναι το μαύ­ρο, αν μπο­ρώ να το πω έ­τσι, ά­στρο αυ­τής της ποί­η­σης. Βέ­βαι­α, η ποί­η­ση εί­ναι πάν­το­τε ευ­φρό­συ­νο γε­γο­νός. Και θέ­λω να το­νί­σω πως η ποί­η­ση της Νι­κο­πού­λου εί­ναι πριν α­π' ό­λα έ­να τέ­τοι­ο γε­γο­νός. Α­κό­μα κι ό­ταν θέ­τει ευ­θέ­ως το θέ­μα του θα­νά­του.
 
Κά­θε μέ­ρα σπρώ­χνω
τον θά­να­το λί­γο πιο πέ­ρα.
τον σπρώ­χνω ευ­γε­νι­κά με τρό­πο
κι άλ­λο­τε κά­πως
να μοιά­ζει σα χο­ρευ­τι­κή φι­γού­ρα.
Τρυ­φε­ρά αγ­κα­λι­ά­ζον­τας τον παρ­τε­νέρ
ζη­τών­τας χώ­ρο
στο σώ­μα του να υ­πάρ­ξω,
εί­δω­λο σε α­στρα­φτε­ρά πλα­κά­κια.
Κά­θε μέ­ρα
λί­γο πιο κει, πα­ρα­κα­λώ,
για ν' α­να­σά­νω.
Κι ό­λο στε­νεύ­ει ό χρό­νος.
Αν δεν εί­χε αυ­τή την ι­δι­ό­τυ­πη —την κα­θό­λου εν­νο­εί­ται α­νώ­δυ­νη— α­να­ζή­τη­ση πλη­ρό­τη­τας, που τη χα­ρα­κτη­ρί­ζει, εί­ναι πο­λύ πι­θα­νόν να μην έ­φτα­νε σε κα­τα­στά­σεις πού ο­δη­γούν στο γρά­ψι­μο. Α­πό την ά­πο­ψη αυ­τή μπο­ρώ να πω ό­τι πρό­κει­ται για δω­ρε­ά.
 
Γι­ώρ­γος Α­ράγης
 
 

Περ. Ε­ΣΤΙΑ, Μη­νο­λό­γιο, τομ. 152, τχ 1749, Νο­έμ­βριος 2002. 

Τελευταία Ανανέωση:
Τρί, 05/24/2011 - 11:55