"Η ΚατάλΥψη" (περ.Δίοδος, τχ. 1, Δεκέμβριος 2009)

  

 Η ΚατάλΥψη (περ.Δίοδος, τχ. 1, Δεκέμβριος 2009)  

 

Η «Κα­τά­λΥ­ψη»

 

 
Τις τε­λευ­ταί­ες μέ­ρες δεν μπο­ρώ ν’ α­ε­ρί­σω τα δω­μά­τια. Η κά­πνα απ’ τα κα­μένα λά­στι­χα μπερ­δεύ­ε­ται με την πρω­ι­νή πά­χνη και κά­νει την α­τμό­σφαι­ρα α­ποπνι­κτι­κή. Α­νά­με­σα απ’ τις δου­λειές, βγαί­νω στα κλε­φτά και τους κοι­τά­ζω. Σκαρ­φα­λω­μέ­νοι απ’ τα χα­ρά­μα­τα πά­νω στην κα­γκε­λό­πορ­τα, α­ρι­στε­ρά δε­ξιά σαν α­κρο­κέ­ρα­μα. Και πε­ρή­φα­νοι, πο­λύ πε­ρή­φα­νοι, σαν δι­καιω­μέ­νοι. Στα σκα­λο­πάτια πλα­για­σμέ­νος ο πρά­σι­νος πλα­στι­κός κά­δος, τα σκου­πί­δια πα­νη­γυ­ρί­ζουν μια α­νέλ­πι­στη ε­πι­στρο­φή στην κυ­κλο­φο­ρί­α πριν το βά­σα­νο της α­να­κύ­κλω­σης, ελεύ­θε­ρα στο α­ε­ρά­κι. Τα παι­διά με τα ξα­σμέ­να μαλ­λιά και τα με­λα­νά, βαμ­μέ­να αξη­μέ­ρω­τα μά­τια, γε­λά­νε, κα­πνί­ζουν, φλερ­τά­ρουν, τρώ­νε πά­στες απ’ το δι­πλανό ζα­χα­ρο­πλα­στεί­ο και α­γριο­κοι­τά­ζουν ό­ποιον πά­ει να πλη­σιά­σει προς το μέ­ρος του ιε­ρού α­σύ­λου. Πί­σω στον τοί­χο, πά­νω στα ώ­χρι­να δια­κο­σμη­τι­κά τουβλά­κια -ε­ξαι­ρε­τι­κή πι­νε­λιά κα­λαι­σθη­σί­ας του αρ­χι­τέ­κτο­να ή αρ­πα­χτής των με­σα­ζό­ντων- γραμ­μέ­νη με πρά­σι­νο σπρέ­ι και γι­γά­ντια γράμ­μα­τα, η λέ­ξη κλειδί, Κα­τά­λυ­ψη 9ο Λύ­κειο Α­γί­ου. Θε­ρά­πο­ντος και α­πό κά­τω η­με­ρο­μη­νία και χρο­νο­λο­γί­α, για­τί τα ση­μα­ντι­κά πρέ­πει να μνη­μο­νεύ­ο­νται. Κι ού­τε νοιά­ζε­ται κα­νείς γι’ αυ­τή την κο­λυ­μπή­θρα του βου­λιαγ­μέ­νου ύ­ψι­λον που λι­μνά­ζει κα­τα­με­σής της λέ­ξης. Κο­λυ­μπή­θρα ρη­μαγ­μέ­νη κι α­δεια­νή, κα­θώς η λέ­ξη από το νό­η­μά της. Η α­τμό­σφαι­ρα εί­ναι ξέ­νοια­στη, ε­ορ­τα­στι­κή, κά­τι σαν έ­θι­μο πια ό­ταν ζυ­γώ­νουν τέ­τοιες μέ­ρες, συ­νή­θως χω­ρίς ι­διαί­τε­ρες προ­φά­σεις και αι­τή­μα­τα. Έ­τσι πε­ρί­που α­προ­κά­λυ­πτα, μεσ’ την κα­λή χα­ρά.
            Πλη­σιά­ζει η ε­πέ­τειος, κι ό­λα μέ­σα μου γυ­ρί­ζου­νε, κι ας εί­ναι τριά­ντα έ­ξι χρό­νια πί­σω. Η κό­ρη μου του χρό­νου ί­σως τα κα­τα­φέ­ρει να τε­λειώ­σει τη ρη­μά­δα την αρ­χι­τε­κτο­νι­κή. Ε­γώ ό­χι, δεν τα κα­τά­φε­ρα. Ή­ταν δύ­σκο­λα, με­τά. Δεν τολ­μούσα να πλη­σιά­σω, το κτί­ριο, τους χώ­ρους, τα αμ­φι­θέ­α­τρα που τρι­γυρ­νά­γα­με α­γκα­λιά. Α­κό­μα εί­ναι δύ­σκο­λα. Λες και ο χρό­νος γυρ­νά και σε κοι­τά κα­τά­μα­τα και δεν βρί­σκεις τι να α­πα­ντή­σεις. Κά­ποιοι λέ­νε ο χρό­νος για­τρεύ­ει. Τί­πο­τα δεν για­τρεύ­ει. Υ­πεκ­φυ­γές, για να μην θυ­μό­μα­στε, δεν θέ­λου­με να κοι­τά­με συ­νεχώς το τραύ­μα, κι αυ­τό εί­ναι λο­γι­κό, κοι­νω­νι­κά α­πο­δε­κτό, υ­γιές. Ω­στό­σο λί­γο να α­φε­θείς ξέ­ρεις πως εί­ναι ε­κεί, υ­πάρ­χει κρυμ­μέ­νο κά­τω α­πό την πρώ­τη κρού­στα δέρ­μα­τος, κι ας έ­χουν πε­ρά­σει τό­σα χρό­νια. Άλ­λω­στε δεν περ­νά­νε τα χρόνια, εί­πα­με, ε­μείς περ­νά­με. Σκύ­βου­με το κε­φά­λι υ­πο­ταγ­μέ­να. Κά­θε φο­ρά και πιο βα­θύ το σκύ­ψι­μο, κα­τα­θέ­του­με λου­λού­δια, τα νιά­τα μας. Πο­λύ με­λό για να ’ναι α­λή­θεια; Κι ό­μως.
            Δεν μπο­ρού­σα ού­τε στην Πα­τη­σί­ων να πε­ρά­σω, α­να­γκα­ζό­μουν να κά­νω κύ­κλους τε­ρά­στιους α­πό Ε­ξάρ­χεια ως Α­ρι­στο­τέ­λους, για να πα­ρα­κά­μπτω τα πι­θα­νά σημεί­α της α­σφάλ­του που εί­χαν βα­φτεί με αί­μα. Πού να πα­τή­σω; Τον έ­χα­σα με­τά την με­γά­λη μπού­κα στην κε­ντρι­κή πύ­λη. Α­με­τά­κλη­τα. Τα παι­διά τό­τε κα­θό­ντουσαν α­ρι­στε­ρά δε­ξιά στους χο­ντρούς λα­μπά­δες της κα­γκε­λό­πορ­τας φω­νά­ζο­ντας συν­θή­μα­τα, με­τά ό­σο πέρ­να­γε η ώ­ρα και ζό­ρι­ζαν τα πράγ­μα­τα, σκαρ­φά­λω­ναν κι άλ­λοι, κι άλ­λοι, πολ­λοί. Με­τά οι φω­νές, τα αι­τή­μα­τα, η υ­πο­στή­ρι­ξη του κό­σμου, τα τρα­γού­δια, τα δα­κρυ­γό­να, τα βρα­χνια­σμέ­να λα­ρύγ­για, κι έ­πει­τα τί­πο­τα. Ξαφ­νι­κά σω­ριά­στη­καν ό­λα.
            Τι νό­η­μα έ­χει η σκέ­ψη; Λέ­ω να κα­τέ­βω να τους μι­λή­σω, κι ό­λο το με­τα­νιώ­νω, ξέρω πως για τα παι­διά του σχο­λεί­ου α­πέ­να­ντι, ό­τι και να πω θα α­κου­στεί φάλ­τσο, προ­ϊ­στο­ρί­α, δεν τους α­φο­ρά. Αυ­τά έ­χουν τις δι­κές έ­γνοιες, τα δι­κά τους α­διέ­ξο­δα. Και α­παι­τή­σεις, πολ­λές α­παι­τή­σεις, ε­πεί­γου­σες. Ό­σο βρα­διά­ζει ο α­έρας βα­ραί­νει πε­ρισ­σό­τε­ρο, η μπι­τά­τη μου­σι­κή τους μάς κρα­τά­ει ό­λους στο πόδι. Α­νοί­γω φου­ριό­ζα τη μπαλ­κο­νό­πορ­τα, κά­πο­τε πρέ­πει να τε­λειώ­νει αυ­τό. Τυλί­γο­μαι με τη λε­πτή ζα­κέ­τα του σπι­τιού, ο α­έ­ρας θε­ρί­ζει, τι να φω­νά­ξω, τι να τους πω; Ψά­χνω για λέ­ξεις. Τα παι­διά α­κρο­κέ­ρα­μα εί­ναι α­κό­μα α­ναρ­τη­μέ­να εκα­τέ­ρω­θεν, φα­ντά­ζο­μαι δεν εί­ναι τα ί­δια, αλ­λά­ζουν βάρ­διες. Προ­σέ­χουν πο­λύ, δεν α­φή­νουν α­φύ­λα­κτο το πό­στο τους, ξέ­ρουν θέ­λει θυ­σί­ες η Κα­τά­λυ­ψη, το έ­χουν δει και σε ται­νί­ες, με τον Ρά­μπο ί­σως, κι ας α­κού­γε­ται α­ταί­ρια­στο.
            Η φι­γού­ρα του δε­ξιού α­γο­ριού σα­λεύ­ει σβέλ­τα μέσ’ το σκο­τά­δι, σκύ­βει, τα φώ­τα ε­νός διερ­χό­με­νου τζιπ –ό­σο να ’ναι χρειά­ζο­νται τζιπ σή­με­ρα οι δρόμοι της Α­θή­νας- ε­πι­μη­κύ­νουν τις σκιές, α­πλώ­νει το χέ­ρι να πιά­σει το χά­μπουργκερ που του προ­σφέ­ρει έ­νας α­πό κά­τω. Η κα­γκε­λό­πορ­τα εί­ναι ψη­λή. Σκύ­ψε ρε μα­λά­κα. Δεν φτά­νει, σκύ­βει πε­ρισ­σό­τε­ρο, χά­νει την ι­σορ­ρο­πί­α του, α­πλώ­νει το άλ­λο χέ­ρι ν’ αρ­πα­χτεί α­πό το κά­γκε­λο, δεν προ­λα­βαί­νει, με­τέ­ω­ρο τρα­μπα­λίζε­ται το σώ­μα του για έ­να δευ­τε­ρό­λε­πτο με τα χέ­ρια α­νοι­χτά, ε­να­έ­ρια ζε­μπεκιά στο μαύ­ρο της νύ­χτας.
 
Η ΚατάλΥψη (περ.Δίοδος, τχ. 1, Δεκέμβριος 2009)
Τελευταία Ανανέωση:
Τρί, 05/24/2011 - 19:58